Στην αρχή τρόμαξα, αιφνιδιάστηκα που δεν ήμουν μόνη, αλλά μετά συνειδητοποίησα ότι την ήξερα αυτή την φωνή. Γαμώτο ο Κρις. Σκέφτηκα να μην γυρίσω, να του απαντήσω σιγανά, ώστε να μην με καταλάβει, αλλά κάτι μέσα μου με έτρωγε να τον δω. Μου είχε λείψει το πρόσωπό του, η φωνή του, όλα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και γύρισα προς το μέρος του. Ήταν γερμένος στην πόρτα περιμένοντας να του απαντήσω. Στην αίθουσα τα φώτα ήταν σβηστά όποτε και να ήθελε δεν θα με καταλάβαινε με την πρώτη. Μόνο η φωνή μου θα με πρόδιδε. «Όχι, έχουμε κενό. Μάλλον οι καθηγητές έχουν συμβούλιο», απάντησα χωρίς να τον κοιτάζω.
«Εβελίνα;» είπε και τον φανταζόμουν να έχει γουρλώσει τα μάτια του.
Προτίμησα να το παίξω χαλαρή, αλλά η φωνή μου έτρεμε πριν καν μιλήσω. «Γεια σου, Κρις. Καλωσόρισες», είπα με την φωνή μου να σπάει. Αμέσως έστρεψα το βλέμμα μου πάνω του και μονομιάς όλα τα συναισθήματα που ένιωθα με αυτόν με χτύπησαν δυνατά. Ο θυμός, η οργή, η λύπη, πόνος αλλά και ο έρωτάς μου για αυτόν και εκείνο το άλλο συναίσθημα που δεν μπορούσα να προσδιορίσω μα ήταν εξίσου δυνατό.
Αγάπη... κάτι μου ψιθύρισε μέσα μου.
Και τι είναι τέλος πάντων αυτό;
Αυτό που νιώθεις τώρα, λέγεται αγάπη. Αυτό το συναίσθημα που κάνει την καρδιά σου να βροντοχτυπά μέσα στο στήθος αυτή τη στιγμή. Αυτό το κενό που είχες στην καρδιά σου όσο έλειπε. Αυτή η επιθυμία σου να τον φιλήσεις ξεχνώντας ό,τι έχει συμβεί. Να τον συγχωρέσεις. Αυτό είναι η αγάπη, Εβελίνα. Για πρώτη φορά το υποσυνείδητό μου δεν με ειρωνευόταν και αυτό με τρόμαζε, γιατί σήμαινε ότι είχε δίκιο· ότι μιλούσε σοβαρά.
Όχι, δεν μπορεί να είναι αυτό, αρνήθηκα κατηγορηματικά και με αυτή τη σκέψη ξεκόλλησα από τον τοίχο και με γρήγορα βήματα διέσχισα την αίθουσα μέχρι την πόρτα. Ο θυμός είχε αποφασίσει να πάρει τα ηνία. Κάποιος έπρεπε να αναλάβει τον έλεγχο. Δεν ήταν ακριβώς θυμός για αυτόν αλλά κατά την διάρκεια της απουσίας του είχε εξελιχθεί σε κάτι τέτοιο.
Πήγα να βγω στον διάδρομο αλλά κάτι με τράβηξε πίσω. Ο Κρις με είχε πιάσει από το σακάκι όχι πολύ δυνατά, μόνο όσο χρειαζόταν για να γυρίσω να τον κοιτάξω σε αυτά τα μάτια που μου είχαν λείψει όσο τίποτα άλλο. «Εβελίνα, μπορούμε να μιλήσουμε; Για λίγο μόνο».
Το βλέμμα του με εκλιπαρούσε να πω ναι.
Δεν μπορούσα να απαντήσω με τα μάτια μου καρφωμένα στα δικά μου. Στράφηκα στο πάτωμα κοιτώντας το με προσήλωση. «Εγώ δεν...». Δεν συνέχισα. Μέσα μου μάχονταν όλες μου οι σκέψεις και τα συναισθήματα. Από την μία δεν ήθελα να ακούσω τον λόγο που δεν είχε επιστρέψει τόσον καιρό, αλλά από την άλλη καιγόμουν να μάθω τι στο καλό συνέβαινε, με εμάς, με την Λιγεία. Ήθελα να μάθω τι είχε να μου πει. «Εγώ δεν...», επανέλαβα, «δεν μπορώ. Έχω... έχω μια δουλειά. Λυπάμαι». Και έκανα να φύγω από εκεί. Η θλίψη ήρθε πρώτη και με κατέλαβε πριν καλά καλά ξεμπερδέψω με αυτή την συζήτηση.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Ο Τελευταίος Εφιάλτης
RomantizmΟι εφιάλτες είναι απλά όνειρα, αποκυήματα της φαντασίας του ανθρώπινου μυαλού. Για την δεκαεφτάχρονη Εβελίνα όμως αυτό δεν ισχύει. Όλα της τα όνειρα είναι επικίνδυνοι εφιάλτες που ζει πραγματικά και τα σημάδια τους είναι εκείνα που το επιβεβαιώνουν...