Κεφάλαιο 53ο

16 4 0
                                    

Το ξυπνητήρι δίπλα μου χτύπησε για τρίτη φορά πριν το κάνω να σταματήσει. Είχα περάσει το περισσότερο μέρος της νύχτας στο αυτοκίνητο και φτάνοντας δεν είχα την δύναμη να ανέβω ούτε τις σκάλες. Αλλά μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν μετά τον σπαστικό ήχο του ξυπνητηριού συνειδητοποίησα ότι επιτέλους θα έβλεπα τον Κρις.

Δεν ξέρω και εγώ πόσο γρήγορα βρέθηκα από το κρεβάτι μου στην τραπεζαρία. Μπορεί να ήταν λεπτά ή ακόμα και δευτερόλεπτα. Μέχρι να φτάσω στο τραπέζι που βρίσκονταν τα παιδιά είχα λαχανιάσει. «Και η ψυχή της παρέας είναι πάλι πίσω», αναφώνησε η Καμίλ με όχι και τόσο μεγάλη έκπληξη.

«Ναι και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω», της είπα ειρωνικά. Η Κολέτ και η Αντζελίκ έμοιαζαν ελαφρώς ανήσυχες αλλά την στιγμή που γύρισα να τις κοιτάξω εμφάνισαν ένα χαμόγελο. «Συμβαίνει κάτι;» ρώτησα με το δικό μου χαμόγελό να συρρικνώνεται λίγο.

«Όχι... όχι. Για... γιατί να συμβαίνει κάτι;» Η απάντηση της Κολέτ δεν ήταν πειστική. Τραύλιζε.

Κοίταξα προς την Αντζελίκ περιμένοντας να μου πει την αλήθεια. «Δεν συμβαίνει κάτι, Εβελίνα. Κάθισε κάτω», επανέλαβε με σιγουριά και χτύπησε τη καρέκλα δίπλα της. Αλλά... κόμπιαζε.

Ξεροκατάπια και συνέχισα να σφίγγω την καρέκλα όπως έκανα ασυνείδητα τόση ώρα. Κάποιες σκέψεις πέρασαν αστραπιαία από το μυαλό μου. Σκέψεις που δεν ήταν και πολύ καλές. Στήριξα το σώμα μου στην καρέκλα πριν ρωτήσω. «Πού είναι ο Κρις;»

Δεν απάντησε καμιά τους κατευθείαν. Αυτό τις πρόδωσε. Απλώς κοιτάχτηκαν και έπειτα γύρισαν προς το μέρος μου. Στο μυαλό μου το χειρότερο έκοβε βόλτες νωχελικά. Αυτό θα ήταν. Δεν γινόταν να αργούν τόσο αν ήταν όλα καλά.

Η Αντζελίκ κοίταξε τις άλλες ξανά και μετά εμένα. «Θέλω να κρατήσεις την ψυχραιμία σου», δήλωσε με ένα βλέμμα γεμάτο λύπη. Την έγνεψα να συνεχίσει ενώ ξαφνικά ο χώρος γύρω μου ήταν αποπνικτικός. Μια φωτιά έκαιγε τον λαιμό μου. «Ο Κρις αγνοείται», είπε με τον πόνο του ανθρώπου που πρέπει να μεταφέρει τα άσχημα νέα.

Νομίζω πως πριν ακόμα η τελευταία λέξη ολοκληρωθεί τα μάτια μου είχαν βγει από τις κόγχες τους. Μια ανυπόφορη ζαλάδα χτύπησε το κεφάλι μου σαν χαστούκι. Κρατήθηκα πιο σφιχτά από την πλάτη της καρέκλας. Όχι ότι γινόταν. Ήμουν κρεμασμένη από πάνω της όλη αυτή την ώρα. «Τι... τι αγνοείται; Δεν... δεν... δεν αγνοείται». Στην τελευταία μου πρόταση χρειαζόμουν οξυγόνο. Το σοκ είχε κάνει τα αυτιά μου να βουίζουν και ένα νευρικό γέλιο ανέβηκε στα χείλη μου. Τις κοίταξα μία προς μία «Ελάτε τώρα κόψτε την πλάκα. Έλα, Κρις, βγες, δεν είναι αστείο».

Ο Τελευταίος ΕφιάλτηςWhere stories live. Discover now