Πιάνεις το πακέτο από το κομοδίνο σου.
Τα τσιγάρα του.
Εσύ ήσουν που τον παρακαλούσες να κόψει αυτή την κακή συνήθεια, να το κάνει για εσένα. Και να που τώρα, για χάρη του, ανάβεις και εσύ ένα. Χαζεύεις την φλόγα του αναπτήρα καθώς αυτή καίει λίγο από το οξυγόνο που βρίσκεται στο δωμάτιο.
Ανάβεις το τσιγάρο.
Το κρατάς ανάμεσα στα δάχτυλα σου° όπως ακριβώς θα έκανε κι αυτός. Το παρακολουθείς να καίγεται χωρίς να το αγγίζεις στο στόμα σου. Αφού το πρώτο τελειώνει ανάβεις και δεύτερο. Ο καπνός σιγά-σιγά κάνει τα μάτια σου να δακρύζουν. Ή μπορεί και να μην φταίει ο καπνός.
Κατεβαίνεις από το κρεβάτι σου.
Κάθεσαι στο πάτωμα.
Μπορεί να βρίσκεσαι στον πρώτο όροφο, αλλά η κίνηση σε κάνει να νιώθεις πως ακουμπάς γη.
Λίγη από τη στάχτη του τσιγάρου πέφτει στο πόδι σου. Σε καίει, μα δεν σε νοιάζει.
Σβήνεις το τρίτο τσιγάρο, μετά το τέταρτο, το πέμπτο.. το κουτί τελειώνει - τα δάκρυα έχουν τελειώσει.Έχεις συνηθίσει τον καπνό. Δεν σε νοιάζει πλέον.Ανοίγεις το παράθυρο.
Χαζεύεις την σκοτεινή πόλη από ψηλά. Οι δρόμοι είναι υγροι, γυαλίζουν από την βροχή κι ας είναι Μάης.
Καθώς χαζεύεις από ψηλά τον βλέπεις. Την κρατά αγκαλιά, της χαϊδεύει τα μαλλιά, φιλάει τον λαιμό της.
Ψιθυρίζεις Γιατί; και βάζεις τα γέλια.Ξέρεις πως αυτή έχει όσα δεν είχες εσύ. Ακόμη και αν δεν θέλεις να το παραδεχτείς, στο δείχνει ο τρόπος του. Μπαίνουν στο αυτοκίνητο του και χάνονται στη νύχτα.
Φοράς το παλτό πάνω από το νυχτικό σου. Δένεις τα ταλαιπωρημένα αρβυλάκια σου και βγαίνεις στον δρόμο. Τα παπούτσια σου τρίζουν στον βρεγμένο δρόμο. Τριγυρνάς μόνη στα στενά της πόλης. Θες να φωνάξεις, να ουρλιάξεις, να σπάσεις, να ξεφορτωθείς.
Γυρνώντας σαν χαμένη πέφτεις πάνω σε μια γύφτισσα. Μια γριά, γεμάτη ρυτίδες. Στο σώμα της απλώνεται ένα μαύρο φλοράλ ύφασμα. Φτηνό, σκισμένο. Τα μαλλιά της άλουστα, πιασμένα χαμηλά στον σβέρκο της. Τα μάτια της πανέμορφα. Καταπράσινα. Από τα μάτια της και μόνο μπορούσες να καταλάβεις πως ήταν μάγισσα. Σου μιλά. Σε ρωτά τι σε βασανίζει. Προσπαθείς να την αποφύγεις. Γνωρίζεις όμως πως δεν πρόκειται να την ξεφορτωθείς έτσι απλά. Της εκμυστηρεύεσαι την ιστορία σου. Στο προτείνει. Σου δίνει την λύση με αντάλλαγμα ένα πενηντάρικο.
《Ποιές αυτό το υγρό μια νύχτα με πανσέληνο και διάβασε αυτά τα λόγια. Το επόμενο πρωί δεν θα θυμάσαι τίποτα από όσα ζήσατε.》
Ανταλλάσσεις το χαρτονόμισμα με το μπουκάλι και το ξόρκι.
《Μα πρόσεχε κόρη μου. Το πιοτό αυτό θα σε κάνει να τον βγάλεις από το μυαλό σου, όχι από την καρδιά σου. Αν στον δρόμο σου βρεθεί ξανά η ιστορία θα επαναληφθεί από την αρχή.》
Την επόμενη μέρα μαζέψες τα πράγματα σου και έφυγες. Έφυγες από το σπίτι, από την γειτονιά, από την πόλη, από την χώρα. Μα δεν γνώριζες ή ίσως ξέχασες πως η καρδιά σου τον θυμόταν και πώς ο κόσμος ήταν τόσο μικρός.
Η ιστορία έπαιξε ξανά στην ζωή σου.
Τ Ε Λ Ο Σ