ΙΧ

719 53 82
                                    


•Μύριαμ•

Είχε περάσει μία εβδομάδα από τον χορό και η Γαβριέλα δυατυχώς ήταν ακόμη χάλια.

"Γαβριέλα δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση. Πρέπει να του μιλήσεις κάποια στιγμή." της είπα αγανακτισμένα.

"Κάποια στιγμή μπορεί. Τώρα όμως όχι." είπε κάθετη.

"Μα γιατί ρε κοριτσάκι μου δεν τον ακούς τον χριστιάνο. Τόσες μέρες σε παρακαλάει για να μιλήσετε. Και εσύ τι κάνεις; Κάθεσαι και κλαις τη μοίρα σου."

"Μα ρε Μύριαμ όλο αυτό ήταν πολύ βαρύ για μένα. Δε μπορώ να τον συγχωρήσω έτσι απλά."

"Μα πως να τον συγχωρέσεις αφού δε τον έχεις ακούσει καν."

"Ναι, έχεις δίκιο σε αυτό. Θα του μιλήσω." είπε παραδομένη τελικά.

"Έτσι μπράβο." 

Ακούσαμε χτύπους στη πόρτα.

"Παρακαλώ;" ρώτησα παραξενεμένη.

Άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Σταύρος. Ήταν σαν πληγωμένο κουτάβι.

"Εμ Γαβριέλα μπορώ να σου μιλήσω;" ρώτησε επιφυλακτικά.

Εμ βέβαια τον έχει φοβήσει τον άνθρωπο.

"Βεβαίως και μπορείτε να μιλήσετε. Εγώ πάω κάτω στο σαλόνι. Με την ησυχίας σας." τους είπα και έφυγα.

Κατέβηκα κάτω στο σαλόνι και οι δικοί μου παραδόξως έλειπαν.

Ποιος ξέρει που πήγαν πάλι.

"Μύριαμ;"

Γύρισα και είδα τον Στέφανο να είναι λίγα εκατοστά μακριά μου.

Μπα σε καλό σου χριστιανέ μου με τρόμαξες.

"Με τρομάξατε." του είπα ακόμη σε σοκ.

"Χίλια συγγνώμη δε το ήθελα." μου είπε απολογητικά.

"Δεν πειράζει. Μήπως ξέρετε που πήγαν οι δικοί μου;"

"Ναι πήγαν μια βόλτα στο πάρκο πιο κάτω."

"Α ωραία."

Ξαφνικά έπεσε πολύ σιωπή κάτι το οποίο ήταν αμήχανο. Για εμένα τουλάχιστον.

"Εμ θα ήθελες να κατσουμε στο σαλόνι να δούμε μία ταινια μέχρι να έρθουν και τα παιδιά;" με ρώτησε κάπως αμήχανα.

"Ναι θα το ήθελα."


Καθώς πηγαίναμε στο σαλόνι χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας.


"Αφήστε πάω εγώ." του είπα για να με ακούσει.


Πήγα και άνοιξα την πόρτα. Μπροστά μου στεκόταν ένας γοητευτικός άνδρας τον οποίο δε ξέρω.

P R O F E S S O RTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang