Για λίγο ξάπλωσε πίσω και ξεκίνησε να δοκιμάζει με όρεξη την αχνιστή σούπα που του είχε ετοιμάσει. Η Ελοντί τον άφησε να ξεκουραστεί και εκείνος επεξεργάστηκε αρχικά το δεμένο του χέρι που τον πονούσε ελαφρώς και έπειτα τον χώρο γύρω του.Πόσα χρόνια είχε άραγε να ξαπλώσει σε ένα φυσιολογικό κρεβάτι; Μόλις ένιωσε καλύτερα, σηκώθηκε με κόπο και στάθηκε ξανά μπροστά από τον καθρέπτη της κρεβατοκάμαρας. Μπροστά του βρίσκονταν σκορπισμένα τα καλλυντικά της και το άρωμά της. Για λίγο το πήρε στα χέρια του θέλοντας να χορτάσει την μυρωδιά τη δική της και κατόπιν, κοιτάχτηκε ξανά. Πρώτα, γύρισε προς την καλή του μεριά. Αν τον κοιτούσε κάποιος από το πλάι, τον έλεγε όμορφο. Τη στιγμή όμως που κούνησε το κεφάλι του προς την αντίθετη κατεύθυνση, αντίκρυσε και πάλι το τέρας. Μηχανικά, έξυσε το πηγούνι του και έκλεισε τα μάτια του. Η Ελοντί δεν τον έβλεπε έτσι, δεν είδε ποτέ και κανένα τέρας μπροστά της. Όταν τα άνοιξε ξανά, την αναζήτησε για να την δει τελικά να βρίσκεται στο δωμάτιο με τις ζωγραφιές και να δημιουργεί μοναδικά όπως εκείνη ήξερε καλύτερα. Για λίγο σκέφτηκε πόσο άδικος υπήρξε μαζί της στην αρχή που τόλμησε να την τρομάξει, παραμορφώνοντας την ζωγραφιά της. Ωστόσο, όλα αυτά ανήκαν στο παρελθόν, έπρεπε να ανήκουν εκεί και μόνο εκεί. Πατώντας σχεδόν στις μύτες των ποδιών του, στάθηκε από πίσω της και χαμήλωσε το κεφάλι του τόσο, όσο να νιώσει την ανάσα του στον λαιμό της.
Την είδε να χαμογελά, δίχως να ταράζεται, μα χωρίς να στρέψει καθόλου το βλέμμα της σε εκείνον, τον ρώτησε :
«Νιώθεις καλύτερα;».
Ωστόσο, ποτέ της δεν πήρε απάντηση με λόγια, καθώς ένα τρυφερό φιλί προσγειώθηκε στον λαιμό της και ύστερα ακόμη ένα. Η Ελοντί, έγειρε το κεφάλι της στο πλάι απολαμβάνοντας τα χάδια και τα φιλιά του, όταν άκουσε επιτέλους την φωνή του.
«Συγγνώμη αν σε τρόμαξα στην αρχή, ή αν υπήρξα απότομος μαζί σου. Δεν σου άξιζε» της είπε και εκείνη τότε, στράφηκε προς την μεριά του και τον κοίταξε παιχνιδιάρικα.
«Και τι μου αξίζει δηλαδή;» τον ρώτησε με ένα κρυφό χαμόγελο.
«Σε έναν άγγελο αξίζουν μάλλον τα καλύτερα. Αξίζει βασιλική μεταχείριση» της είπε και είδε τα κυανά του μάτια να λάμπουν από χαρά και από έρωτα. Κατόπιν, γονάτισε μπροστά της και ακούμπησε τα χέρια του επάνω στα πόδια της. «Προσπάθησα πολύ να το πολεμήσω. Όλο αυτό που νιώθω για εσένα. Αρχικά, όταν μπήκες σε αυτό το σπίτι και σε είδα, μου τράβηξες την προσοχή. Βλέπεις, πολλά ζευγάρια έχουν μετακομίσει, ή προσπαθήσει να μετακομίσουν εδώ, αλλά κανένας άνθρωπος δεν είχε το φως το δικό σου. Αρχικά δεν ήμουν σίγουρος και όταν κατέβηκες στο σαλόνι για να ανοίξεις σε αυτούς τους άγριους, βρήκα την ευκαιρία και γλίστρησα στα δωμάτια για να σας ψάξω. Τότε, έπεσα επάνω σε αυτόν τον χώρο και ομολογώ πως μου άρεσε που βρήκα ακόμη έναν καλλιτέχνη σαν εμένα. Εκφράζομαι και εγώ μέσα από τις ζωγραφιές μου. Ωστόσο, πάλεψα να σε τρομοκρατήσω, πιο πολύ γιατί φοβόμουν εμένα, παρά εσένα. Φοβόμουν την τωρινή μου κατάληξη, πως θα παλέψεις να με τραβήξεις έξω από το λαγούμι μου και δεν ήξερα αν ήμουν έτοιμος. Έβλεπα εκείνον να σε αγκαλιάζει και να σε φιλά, ενώ εγώ το μόνο που μπορούσα να κάνω, ήταν να σε ζωγραφίζω, πάντοτε με εμένα σαν σκιά να στέκω δίπλα σου. Δεν μπορώ να ζωγραφίσω τον εαυτό μου, δεν τολμώ, όχι ακόμη. Όλα μου τα σκίτσα, απεικόνιζαν εμένα και εσένα. Πότε στην εξοχή, πότε στο μπαλκόνι αυτού του σπιτιού να στεκόμαστε αγκαλιασμένοι κοιτάζοντας το πορφυρό ηλιοβασίλεμα, πότε...» πήγε να της πει, μα τότε άξαφνα, σαν να κόπηκε μαχαίρι η φωνή του, έμεινε να την κοιτάζει έντονα και διεισδυτικά.
KAMU SEDANG MEMBACA
Αόρατο Πρόσωπο
Misteri / ThrillerΣε ένα ρομαντικό χωριό της Προβηγκίας, το Λουρμαρέν,μετακομίζει ένα νεο ζευγάρι σε ένα πανέμορφο μεσαιωνικό σπίτι. Γύρω του, πλανάται μία ιστορία που ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Η ζωή των νέων ιδιοκτητών θα αλλάξει για πάν...