Θεσσαλονίκη - Παροικία 19..
Το ταξίδι ήταν πραγματικά ένα κακόγουστο αστείο. Η Μαρία αισθανόταν παγιδευμένη ανάμεσα στον Παύλο και τους γονείς της και το γεγονός πως έπρεπε να βρίσκεται υπό αυτόν τον κλοιό για τόσο πολύ, την είχε επηρεάσει πολύ.
Σκεφτόταν ξανά και ξανά τον πατέρα της να της λέει πως είναι πια φτωχοί και το μυαλό της γύριζε σαν να την είχε βρει η χειρότερη συμφορά.
Τα λεφτά.. Αυτά πάντα ήταν το πρόβλημα. Γι αυτά έπρεπε να ανεχτεί τον Παύλο, τις ανοησίες που έλεγε και πίστευε πως ήταν αστεία και γι' αυτά ταξίδευε σε αυτό το παλιονήσι να γνωρίσει τα δήθεν πεθερικά της.
Η αλήθεια είναι πως οι γονείς της είχαν τρελαθεί από την ανυπομονησία τους να γνωρίσουν τους γονείς του Παύλου, τον σεβαστό κύριο δήμαρχο μετά της συζύγου του. Η μητέρα της είχε πουλήσει ένα μπουφέ αντίκα της γιαγιάς της για να ράψει τρία καινούργια φορέματα ώστε να μη φανεί πως ήταν σε υποδεέστερη θέση απέναντι στη μητέρα του Παύλου.
Η αδερφή της είχε έρθει κι αυτή μαζί τους χωρίς να έχει ενθουσιαστεί με την προοπτική. Το μόνο που είχε εκείνη στο μυαλό της ήταν να βρει έναν καλό γαμπρό, σαν τον Παύλο ίσως και καλύτερο. Αυτό ήλπιζαν οι δικοί τους και γι' αυτό ενώ μπορούσε να μείνει στους θείους τους φιλοξενούμενη, την πήραν μαζί τους στο νησί. Ίσως εκεί, η Δόμνα να μπορούσε πιο εύκολα να τυλίξει έναν επαρχιώτη με μεγάλη περιουσία. Αυτό ήταν το σχέδιο.
Όταν πλησίαζαν στο νησί, η Μαρία δε μπορούσε να σκεφτεί οτιδήποτε γιατί ήταν πολύ ζαλισμένη από τη θάλασσα. Το κούνημα του πλοίου την είχε ανακατέψει και είχε κλειστεί για ώρες στο μπάνιο βγάζοντας τα σωθικά της.
Ο Παύλος γκρίνιαζε πως σίγουρα και αυτό ήταν ένα ψέμα, μια πρόφαση απλώς για να καθυστερήσει να γνωρίσει τους δικούς του που τους περίμεναν στο λιμάνι ή ακόμη χειρότερα να τους γνωρίσει ενώ βρισκόταν σε αυτά τα κακά χάλια για να σχηματίσουν τη χειρότερη δυνατή εντύπωση.
"Έχεις σκοπό να βγεις από εκεί μέσα; " της γκρίνιαξε η Δόμνα που είχε αλλάξει φόρεμα και ήθελε λίγο να φρεσκαριστεί στο μπάνιο της καμπίνας τους προτού πατήσουν το πόδι τους στην Παροικία.
"Ξέχασε το, δε μπορώ να πάρω τα πόδια μου. Έχω ανακατευτεί φοβερά. Μέχρι να δέσει στο λιμάνι δε το κουνάω" ακούστηκε ξεψυχισμένη η φωνή της Μαρίας απο το εσωτερικό.
"Αμάν πια με τις βλακείες σου" γκρινιαξε η Δόμνα κακομαθημένα και έφυγε νευριασμενη από τη καμπίνα τους για να πάει στη καμπίνα των γονιών της. Εκεί σίγουρα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το μπάνιο με την άνεση της.
Όταν τελικά το πλοίο έδεσε στο λιμάνι η μητέρα της μπήκε στη καμπίνα των κοριτσιών για να δει γιατί αργούσε η Μαρία.
Την βρήκε καθιστή στη κουκέτα της, με το πρόσωπο της κίτρινο και τα μαλλιά της αναμμαλιασμένα από τους συνεχείς εμετούς και τις ανακατωσούρες.
"Έχεις τρελαθεί; Τι χάλια είναι αυτά;Έχεις καταλάβει πως από τη συνάντηση αυτή σήμερα θα κριθεί αν θα παντρευτείς τον Παύλο; " φώναξε η Καλλιόπη Σπύρου και άρπαξε τη χτένα από το τραπεζάκι που ήταν δίπλα στο φινιστρίνι.
Άρχιζε να χτενίζει νευρικά τα μαλλιά της κόρης της μέχρι που τα λείανε τελείως από τα συνεχή περάσματα. Έπειτα πήγε στο μπάνιο και έφερε μια λεκάνη με νερό και έπλυνε το πρόσωπο της Μαρίας.
Αφού την περιποιήθηκε, έφερε το νέο της φόρεμα και της το έδωσε για να το φορέσει.Φίνα οργάτζα από το Παρίσι σε χρώμα σμαραγδί που έδειχνε εντυπωσιακό στο χυμώδες σώμα της Μαρίας. Βρήκε και το καπελάκι που ήταν ασορτί και της το έδωσε κι αυτό. Μετά από λίγη ώρα, με τη παρέμβαση της μητέρας της, ήταν και πάλι όμορφη και φρέσκια και μόνο τα κομμένα της μάτια άφηναν ένα ίχνος για κάποια πιθανή ταλαιπωρία κατά το ταξίδι.
Όσο οι υπάλληλοι του πλοίου ξεφόρτωναν τις αποσκευές, ο Παύλος με τη Μαρία και την οικογένεια της, κατέβαιναν από το πλοίο "Αιγαίο" για να αντικρίσουν την Παροικία σε όλο της το μεγαλείο.
Τα λευκά της σπίτια φωτίζονταν από τα κρυστάλλινα γαλάζια νερά εκεί όπου ντόπιοι ψαράδες τραβούσαν τις βάρκες τους για να ετοιμαστούν για τη βραδινή τους εξόρμηση.
Λίγο πιο πέρα, είδαν ένα πλήθος ανθρώπων να τους χαιρετάει και η Μαρία κατάλαβε πως ήταν η οικογένεια του Παύλου και όλοι όσοι είχαν έρθει να δουν αυτόν και τη μέλλουσα γυναίκα του.
Η μητέρα της έδειχνε να απολαμβάνει αυτές τις στιγμές σαν να ήταν στο στοιχείο της ενώ ο πατέρας της έμοιαζε σαν το ψάρι έξω από το νερό. Πότε δεν ένιωθε βολικά όταν βρισκόταν ανάμεσα σε πολύ κόσμο.
"Παύλο αγόρι μου" ακούστηκε η βροντερή φωνή του Λεωνίδα Δραμούλη καθώς αγκάλιαζε τον μοναχογιό του.
Ήταν ένας πολύ ψηλός άντρας γύρω στα 55,με μεγάλο μουστάκι και αυστηρό βλέμμα. Όταν όμως χαμογελούσε έμοιαζε ανθρώπινος και έξω καρδιά.
Αντίθετα η μητέρα του Παύλου, η Βασιλική Δραμούλη ήταν μια μικροκαμωμενη, ξερακιανή γυναίκα με προτεταμμενο σαγόνι και ελαφρώς γαμψή μύτη. Τα χείλη της λεπτά και τα μάτια της τόσο γαλανά σαν να ήταν ψεύτικα.
Τώρα καθώς κοιτούσε τον Παύλο, έμοιαζε και εκείνη συγκινημένη και καθώς τον αγκάλιαζε μετά από τόσο καιρό δε μπορούσε παρά να δακρύσει από το βάρος των αισθημάτων.
Αφού έγιναν οι συστάσεις με τους υπόλοιπους ο Παύλος έπιασε απο τους ώμους την Μαρία και την σύστησε στους γονείς του.
Ο κύριος Λεωνίδας τη χαιρέτησε εγκάρδια και την αγκάλιασε ευχόμενος να μπει σύντομα στην οικογένεια τους.
Όταν όμως η μητέρα του Παύλου την χαιρέτησε, ένιωσε το εξεταστικό της βλέμμα να σταματάει στη κάθε λεπτομέρεια του φορέματος της, στα κουρασμένα της μάτια και στην ανόρεχτη έκφραση του προσώπου της.Έπειτα την χαιρέτησε τυπικά και της έδωσε το χέρι της.
Η Μαρία ένιωσε τον Παύλο δίπλα της να σφίγγεται εξαιτίας της αντίδρασης της μητέρας του και η Μαρία αναθάρρησε. Αν η μητέρα του δεν την ενέκρινε για νύφη της, ο Παύλος ίσως ακυρώνε τον αρραβώνα. Αυτό πραγματικά θα ήταν ευχής έργο για τη Μαρία αν και η ίδια ήξερε πως για την οικογένεια της, το να ακυρωθεί ένας αρραβώνας θα ήταν μεγάλη ντροπή.
Αφού συζήτησαν λίγο όλοι με όλους εκεί στη μέση του λιμανιού, ο Γιώργος που ήταν στη δούλεψη του κυρ Λεωνίδα πήρε τα μπαούλα των ταξιδιωτών για να τα μεταφέρει στο σπίτι ενώ οι υπόλοιποι αποφάσισαν να περπατήσουν λίγο προς το χωριό, χαζεύοντας το ηλιοβασίλεμα.
Η Μαρία βάδιζε τελευταία πίσω από όλους και ευτυχώς για εκείνη όλοι έμοιαζαν να την έχουν ξεχάσει. Ο Παύλος μιλούσε με έναν ξάδερφο του, έναν αρκετά γοητευτικό νεαρό στον οποίο δίπλα βάδιζε η Δόμνα και οι γονείς του Παύλου συζητούσαν με τους γονείς της για το νησί και τα τοπικά του προϊόντα.
Όταν μπήκαν στο χωριό ο κύριος Λεωνίδας τους ξενάγησε στα λίγα τοπικά αξιοθέατα που ήταν η Εκκλησία του χωριού, το κάστρο της Τερέζας και το σχολείο.
"Εδώ είναι το σχολείο μας που λέτε! Το ξαναέφτιαξα πέρσι με κονδύλια που μου έστειλε το υπουργείο. Δε φαντάζεστε τι αγώνα εδωσα. Με τον ίδιο τον υπουργό έφτασα να μιλήσω" κόμπαζε ο δήμαρχος και η Μαρία παραλίγο να γελάσει δυνατά.
Όλοι σχολίασαν πως είχε γίνει πολύ καλή δουλειά και ετοιμάζονταν να προσπεράσουν το μικρό κτίριο με τη χρωματιστή αυλή και τους φρεσκοβαμμένους τοίχους όταν ακούστηκε η κεντρική πόρτα να ανοίγει και να βγαίνει από μέσα ο ίδιος ο Αλέξης Στέκος ο δάσκαλος.
Αφού χαιρέτησε όλους φιλικά και συστήθηκε με τυπικότητα στους νεοφερμένους, εξήγησε στον πατέρα του Παύλου πως είχε ανοίξει το σχολείο για να πάρει κάποια βιβλία του που τα είχε αφήσει εκεί πριν κλείσουν για καλοκαίρι.
Ο κύριος Λεωνίδας τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και τον καθησύχασε.
"Μην ανησυχείς παιδί μου Αλέξη, ξέρω πως είσαι τύπος και υπογραμμός, δε χρειάζεται να μου δίνεις εξηγήσεις"
Αφού είπαν κάνα δυο λόγια ακόμη, η παρέα ετοιμάστηκε να συνεχίσει για το σπίτι και ο Αλέξης για το δικό του.
Όλοι συνέχισαν όπως πριν το δρόμο τους και μόνο η Μαρία που ακόμη βάδιζε τελευταία δε μπορούσε να πάρει τα μάτια της από τον μελαχρινό, νεαρό άντρα που τους είχε προσπεράσει.
Γύρισε να τον δει για μια ακόμη φορά και καθώς το βλέμμα της ταξίδευε στο κορμί του, εκείνος σαν να το ένιωσε γύρισε και κάρφωσε τα μάτια της πάνω του. Μόνο για μια στιγμή.(καλησπέρα 💓 Νέο κεφάλαιο! Επιτέλους! Αυτά τα vintage κεφαλαια πάντα μου αρέσουν, ελπίζω κι εσάς. Σταδιακά θα μεγαλώσουν τα κεφάλαια λίγο απλά σήμερα δεν είχα πολύ χρόνο. Αλήθεια πως σας φάνηκε το σημερινό;
Περιμένω σχόλια και αστεράκια αν σας άρεσε και θέλω να μου πείτε πως σας φαίνονται και οι πρωταγωνιστές! ❤️ ❤️)
YOU ARE READING
Τα φτερά του έρωτα
ChickLitΜια ντροπαλή βιβλιοπώλης, ένα παλιό γράμμα και μια ιστορία αγάπης από το παρελθόν που οδηγεί τη πρωταγωνίστρια μας σε μυστικά που δε φανταζόταν αλλά και σε έναν έρωτα που δε περίμενε.