Δικαίωση/part 1

206 59 17
                                    

Για δευτερόλεπτα το πλήθος βουβάθηκε. Το όπλο έμεινε να κρέμεται σχεδόν άψυχο από τα χέρια του Ναπολεόν, ενώ η Ελοντί έπεσε στα γόνατα δίπλα από τον Ντεάν που ήταν αμφίβολο ακόμη το αν ανέπνεε. Ο Φιλίπ στη θέα της Ελοντί, ένιωσε άξαφνα να βρίσκει το χαμένο του κουράγιο, ενώ η εικόνα η θλιβερή του αδερφού του, πυροδότησε ένα συναίσθημα που χρόνια ολόκληρα πάλευε να κατευνάσει. Το απόλυτο μίσος. Για εκείνον, ήταν σαν να είχε πέσει μπροστά του η αυλαία και να τον είχε τυφλώσει. Το μόνο που έβλεπε, ήταν το πρόσωπο το ειρωνικό του Ναπολεόν. Αυτό του ήταν αρκετό για να πηδήξει από το σημείο που βρισκόταν σαν αίλουρος και να προσγειωθεί επάνω στο σώμα του, πετώντας του ταυτόχρονα το όπλο μακριά. Οι δύο άντρες κύλησαν στο χώμα μπροστά στα μάτια του έντρομου πλήθους και μίας Ελοντί που σπάραζε κρατώντας το κεφάλι του Ντεάν και παλεύοντας να πάρει τηλέφωνο κάποιο νοσοκομείο.

--------------------------------

Έχοντας βάλει τα δυνατά τους, η Ατζέλικα και η κόρη της έτρεχαν με όλη τους τη δύναμη, περνώντας μέσα από το πυκνόφυτο δάσος που έμοιαζε πιο απειλητικό από ποτέ. Ο καιρός ήταν φορτωμένος με γκρίζα σύννεφα, προσδίδοντας στο περιβάλλον γύρω τους μία σκιώδη ομίχλη, μια ανατριχιαστική πινελιά. Για λίγο κοντοστάθηκαν παλεύοντας να βρουν την ανάσα τους, όταν φωνές γυναικείες τους απέσπασαν την προσοχή. Εξαιτίας όμως της βαριάς ατμόσφαιρας και της ελαφριάς ομίχλης, τους ήταν αδύνατο να διακρίνουν κάποια φιγούρα. Ούρλιαξαν πίσω, προκειμένου όποιος χρειαζόταν βοήθεια να συνεχίσει να φωνάζει, με εκείνες να ακολουθούν τον ήχο. Βάδιζαν τώρα πιο αργά, πιο προσεχτικά, για να φτάσουν έπειτα από λίγα λεπτά, μπροστά σε ένα ξύλινο, μικρό σπιτάκι. Τα αναμμένα κεράκια είχαν πλέον λιώσει και σβήσει, ενώ από μέσα ακούγονταν λυγμοί, κλάματα και φωνές.

«Είμαστε εδώ!» φώναξε η Απολλίν και μαζί με την μητέρα της ξεκίνησαν να κοπανάνε την πόρτα, η οποία ευτυχώς για εκείνες, δεν άργησε να υποχωρήσει. Το ξύλο της εξάλλου, ήταν φαγωμένο από τα χρόνια και την υγρασία.

Με το κινητό τους φώτισαν τον χώρο, για να αντικρίσουν την Ζακελίν ιδρωμένη και δεμένη, με τα ρούχα της λερωμένα με λάσπη και χώμα. Είχε υποστεί ισχυρό σοκ και αδυνατούσε να αρθρώσει σωστά και συνεχόμενα μία κουβέντα. Η αλήθεια βέβαια ήταν, πως ο δισταγμός της ήταν έκδηλος μπροστά στο θέαμα της Ατζέλικα.

«Εσύ σωτήρας;» την ρώτησε καθώς η γυναίκα πάλευε να της λύσει τα δεσμά.

«Ό,τι και να πεις, έχεις δίκιο για εμένα Ζακελίν. Εγώ ωστόσο απόψε, πέταξα επιτέλους εκείνο το φρικτό βάρος από πάνω μου. Εξομολογήθηκα και μετάνιωσα. Ωστόσο, ακόμη δεν πραγματοποίησα την υπόσχεση που έδωσα, να πω δηλαδή την αλήθεια. Πάμε! Δεν έχουμε χρόνο, καθώς κάποιος που είναι και φίλος σου κατηγορείται για την απαγωγή σου να υποθέσω» της είπε η Ατζέλικα και η Ζακελίν, χαμένη ακόμη κοίταξε γύρω της.

Αόρατο ΠρόσωποDonde viven las historias. Descúbrelo ahora