Αλέξης 2

366 47 2
                                    

Ο Αλέξης έστριψε στη γωνία και άφησε πίσω του την οικογένεια του Δημάρχου και τα συμπεθέρια που κινούνταν σαν πλανόδιος θίασος στους δρόμους του χωριού.
Η ζέστη ήταν καυτή και στα ρουθούνια του έφτανε μυρωδιά απο ρίγανη και θυμάρι, ευωδιές που έμοιαζαν να έρχονται από κάθε κρυφή γωνία του νησιού.
Ο Αλέξης ένιωθε για πρώτη φορά ίσως στη ζωή του τόσο ταραγμένος. Το είχε νιώσει την ώρα που χαιρετούσε τον δήμαρχο και η ματιά του έπεφτε στους νεοφερμένους. Εκείνο το κορίτσι με το πράσινο φόρεμα και τις χρυσές μπούκλες τον είχε παγιδέψει σε μια δίνη που δε μπορούσε να ελέγξει.
Ο Αλέξης ήταν απλός άνθρωπος. Ίσως που και που να του άρεσε κάποια κοπέλα, να είχε απολαύσει και κάποια όμορφα κορίτσια στην Αθήνα αλλά αυτό που είχε νιώσει, εκεί μπροστά στο σχολείο του χωριού, μπροστά σε όλη την οικογένεια του Παύλου ήταν για αυτόν κάτι πρωτόγνωρο.
Στην αρχή προσπάθησε να πάρει τα μάτια του από πάνω της.. Αυτή ίσως θα ήταν η αρραβωνιαστικιά του Παύλου, το είχε αντιληφθεί από τον τρόπο που πήγαινε εκείνος δίπλα της και της είχε πιάσει το χέρι όταν εκείνη στάθηκε για να σκουπίσει το πρόσωπο της από τη ζέστη με ένα μαντηλάκι.
Έμοιαζε τόσο εύθραυστη, μικροκαμωμένη και ταυτόχρονα δυναμική και αγέρωχη σαν να μην ανήκε σε εκείνο το πλήθος που την έκλεινε μέσα του.
Φεύγοντας όμως και αποχαιρετώντας τους, γύρισε από μακριά και κοίταξε πίσω του για να δει την νεαρή κοπέλα που είχε μείνει τελευταία να τον κοιτάει έχοντας στραφεί και κοιτώντας προς το μέρος του.
Μπήκε στο σπίτι χωρίς να χαιρετήσει την μητέρα του, ένιωθε τόσο αναστατωμένος σαν να μην ήταν πια ο εαυτός του. Υποσχόταν από μέσα του πως σε δύο λεπτά θα σταματούσε να σκέφτεται το πρόσωπο της και μετά από λίγο έπιανε τον νου του να έχει κολλήσει στην ίδια σκέψη.
Αυτό δα του έλειπε να αρχίσει να σκέφτεται τώρα την αρραβωνιαστικιά του Παύλου. Αυτό ήταν ανάρμοστο και μόνο που του πέρναγε από το μυαλό... Αλλά πάλι..; Γιατί τον κοίταγε καθώς έφευγε;
"Έλα Αλέξη σταμάτα αυτό το παιχνίδι τώρα, δεν κάνεις τέτοια πράγματα εσύ" μουρμούρισε και η μάνα του που έραβε τις φανέλες του άντρα της, φαίνεται πως έπιασε τον ψίθυρο του και γύρισε προς το μέρος του:
"Τι δε κάνεις αγόρι μου" η φωνή της ήταν ήρεμη, μια απλή ερώτηση για να κουβεντιάσει με τον γιο της.
Αλλά ο Αλέξης ήταν ανάστατος με αυτό το νέο συναίσθημα που ένιωθε πρώτη φορά και την από πήρε αποτομα.
"Όλα θες να τα μαθαίνεις.. Τίποτα κάτι για τα μαθήματα σκεφτόμουν "
Το μετάνιωσε αμέσως που της μίλησε έτσι.. Τι έφταιγε αυτή αν το μυαλό του έτρεχε σε μέρη που δε θα έπρεπε, σε γυναίκες που δεν έπρεπε ποτέ να τολμήσει να σκεφτεί.
Η μητέρα του μπορεί να είχε περάσει τη ζωή της στη μοναξιά του χωριού και στους κλειστούς ορίζοντες της επαρχίας αλλά ήταν γυναίκα σοβαρή, σοφή και μπορούσε να καταλάβει πως κάτι βασάνιζε το παιδί της.. Δεν του είπε κουβέντα, ούτε τον ρώτησε τίποτα άλλο μα στην άκρη του μυαλού της κράτησε μια ανησυχία για το μοναχοπαίδι της και σημείωσε νοερά να τον προσέχει αθόρυβα.
Η επόμενη ημέρα ξημέρωσε με υποσχέσεις και ελπίδες και ο Αλέξης ιδρωμένος από την πρωινή ζέστη που πλημμύριζε το μικρό του δώμα ανακάθισε στο κρεβάτι του καθώς τον είχε ξυπνήσει ο θόρυβος στην πόρτα που προδιδε ποιος κάποιος στεκόταν στο κατώφλι τους.
Άκουσε τη μάνα του να ανοίγει τη πόρτα και να μιλάει σιγανά με μια άλλη γυναίκα. Γνωστή φωνή και αυτή αλλά ο Αλέξης μέσα στη νύστα του δυσκολευόταν να κάνει τις σωστές συνδέσεις.
Έπειτα άκουσε τη μητέρα του να προφέρει το όνομα του σιγανά και ο Αλέξης φόρεσε βιαστικά τα ρούχα του και βγήκε και αυτός στη πόρτα.
Εκεί στεκόταν η Κατερίνα,η γειτόνισσα τους με τα μαραμένα της μαύρα μαλλιά όμοια με πράσα και τα σμιχτά φρύδια. Καλή γυναίκα η Κατερίνα, μια ψυχούλα που είχε μείνει χήρα πριν προλάβει καν να χαρεί τον άντρα της. Η Καρδιά του τον πρόδωσε ένα βράδυ εκεί που κοιμοντουσαν στο κρεβάτι τους, έξι μήνες μετά το γάμο τους. Το πρωί η Κατερίνα κατάλαβε πως ήταν νεκρός και είδαν και έπαθαν να τη συνεφέρουν οι συγχωριανοι της.
Από τότε πέρασαν έξι χρόνια μα το χωριό συνέχιζε να την προσέχει και να τη βοηθάει όπου μπορεί.
Τώρα στεκόταν μπροστά τους με τα ρούχα που φόραγε για να πάει στη δουλειά της.Την είχαν προσλάβει για μαγείρισσα στο σπίτι του δημάρχου γιατί η τελευταία είχε φύγει άρον άρον. Φήμες έλεγαν πως δεν άντεχε τις παραξενιές και τον αυταρχικό χαρακτήρα της κυρίας Δημάρχου και έφυγε πίσω στο νησί της, τη Νάξο από όπου είχε έρθει.
Ο Αλέξης έτριψε το πρόσωπο του και καλημερισε την Κατερίνα με χαμόγελο. Την συμπαθούσε αυτή τη γυναίκα ο Αλέξης ίσως γιατί δε το έβαζε κάτω αν και η ζωή συνέχιζε να της τα φέρνει πάνω κάτω.
"Καλημέρα κυρ Αλέξανδρε και σχωράτε με αν σας ξύπνησα αλλά έχω μήνυμα από το αφεντικό μου. Μου είπε χτες βράδυ που σχόλασα να σας μηνύσω πως το κορίτσι το νεοφερμένο ίσως χρειαστεί να κάνει μερικά μαθήματα τώρα που θα είναι εδώ και θα τον βοηθούσατε πολύ λέει αν της τα κάνατε εσείς που είστε δάσκαλος και τα ξέρετε αυτά τα γράμματα " κατέληξε η Κατερίνα με στόμφο και ανάσανε ανακουφισμένη που είχε καταφέρει να δώσει το μήνυμα του αφεντικού της.
Η νεοφερμενη; Ο Αλέξης ένιωσε ένα κύμα πανικού να τον κατακλύζει.. Ήταν δυνατόν η αρραβωνιαστικιά του Παύλου να χρειαζόταν ιδιαίτερα μαθήματα; Αποκλείεται να πήγαινε ακόμη σχολείο.. Λες να είχε κάνει τόσο λάθος; Να είχε πέσει τόσο χαμηλά ώστε να κοιτάξει ένα ανήλικο κορίτσι που ήταν και αρραβωνιασμένο;
"Ποιο κορίτσι θέλει μαθήματα; Η αρραβωνιαστικιά του Παύλου;" ρώτησε την Κατερίνα και ένιωσε τη καρδιά του έτοιμη να σπάσει.
"Όχι κύριε Αλέξανδρε. Δεν ξέρω και καλά αλλά νομίζω πως σας εθελει για την αδερφή της, είναι πιο μικρή αυτή και χρειάζεται διάβασμα τώρα το καλοκαίρι"
Η καρδιά του Αλέξανδρου επέτρεψε στη θέση της αν και πάλι το να βρεθεί στο ίδιο σπίτι με την όμορφη νεαρή που είχε δει δε πίστευε πως ήταν καλή ιδέα..
" Δε ξέρω Κατερίνα.. Λέω καλύτερα να πεις το αφεντικό σου να το αφήσουμε.. Δεν ξέρω.. " ήταν μπερδεμένος και οι λέξεις του ήταν ασύνδετες. Η Κατερίνα τον κοίταζε απορημένη να μοιάζει τόσο ταραγμένος.
"Θα πληρώσει καλά μου είπε. Μόνο να πας από το σπίτι να τα πείτε από κοντά. Εγώ στα είπα και εσύ πάρε απόφαση. Έπειτα έλα στο σπίτι τους να του πεις τι αποφάσισες.. Εγώ πρέπει να φύγω να με συμπαθάτε αλλά σήμερα θέλουν πρωινό σαν αυτά των Παρισίων και έχω πολύ δουλειά. Μόνο η η Στέλλα στο πόδι μου τι να φτουρήσει" έκανε μια γκριμάτσα κούρασης και αφού τους χαιρέτησε άφησε τον Αλέξη να στέκεται ακόμη στο κατώφλι με σοβαρό ύφος.
Γύρω του η μέρα έμοιαζε όπως πάντα καλοκαιρινή και γεμάτη υποσχέσεις για ένα όμορφο καλοκαίρι. Ο ουρανός ανέφελος ανοιγόταν μπροστά του ακολουθώντας τη γραφή που άφηναν τα ξανθά στάρια στα χωράφια του Δάλογλου.
"Σκέφτεσαι να πας;" τον ρώτησε η μάνα του καθώς εκείνος έκλεινε τη πόρτα. Το ύφος της ήταν ανυποψίαστο για τη μάχη που δινόταν μέσα στη καρδιά του γιου της.
"Δε ξέρω, θα το σκεφτώ λίγο ακόμη" της απάντησε και μέσα του ήξερε πως ακόμη και αν δε του ομολογούσε, η μάνα του θα ήθελε να πάει στο πλούσιο σπίτι του κυρ Λεωνίδα για να κάνει μάθημα. Χρειαζόντουσαν πάντα επιπλέον χρήματα στο σπίτι και κάθε επιπλέον έσοδο ήταν πολύτιμο. Επιπλέον καταβάθος γνώριζε πως η μάνα του καμάρωνε κρυφά στους συγχωριανούς του που το αγόρι της ήταν δάσκαλος και αν πήγαινε να διδάξει στο σπίτι του Δημάρχου τους αριστοκράτες που είχαν έρθει από την Θεσσαλονίκη, τότε σίγουρα η μητέρα του θα είχε ακόμη έναν λόγο να καμαρώνει στο χωριό.
Τον Αλέξη όμως δεν τον ενδιέφεραν αυτά. Αυτό που κυρίως τον ανησυχούσε ήταν το αν θα κατάφερνε να μην έχει το μυαλό του στο κορίτσι από τη Θεσσαλονίκη με το σμαρδαγδί φόρεμα. Αν θα μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του έτσι ώστε να μπαινοβγαίνει στο σπίτι των
Δραμούληδων χωρίς να αναζητάει την οπτασία που είχε συναντήσει χτες μαζί με τους υπόλοιπους.
Καθισμένος στο δώμα του, έναν μικρό χώρο που χρόνια ήταν αποθηκάκι για τα δίχτυα και τον εξοπλισμό του πατέρα του και είχε γίνει το δωμάτιο του από τότε που γύρισε και διορίστηκε στο νησί, το σκεφτόταν για ώρα χωρίς να ξέρει τι να αποφασίσει.
Είχε φτάσει μεσημέρι όταν άκουσε τον πατέρα του να μπαίνει στο σπίτι και να κουβεντιάζει χαμηλόφωνα με τη γυναίκα του. Τώρα σίγουρα η μάνα του θα τον πληροφορούσε για όσα τους είχε πει η Κατερίνα και ο πατέρας του θα κούναγε σιωπηλός το κεφάλι του και θα άφηνε τη γυναίκα του να πει τα λόγια.
Έτσι ήταν ο πατέρας του. Ένας μοναχικός κοσμοκαλόγηρος που ορφανός από παιδί έμαθε τη τέχνη του ψαρά δίπλα στους ντόπιους και έμαθε να βγάζει το ψωμί του από τη θάλασσα. Μα όσο και αν μεγάλωσε, όσο και αγαπούσε την οικογένεια του ήταν πάντα σιωπηλός και μοναχικός σαν μια καλαμιά στην όχθη ενός ποταμού.
Ποτέ του δεν θύμωνε ούτε και είχαν αρπαχτεί ποτέ για τίποτα. Πικρή κουβέντα δεν είχαν ανταλλάξει και αυτό τον εκτιμούσε πολύ ο Αλέξης.
Άνοιξε ένα από τα βιβλία που του είχε στείλει ο συμφοιτητής του που είχε φύγει για να εργαστεί στο Παρίσι στο χώρο των εκδόσεων και της ελληνικής μετάφρασης. Οι Άθλιοι του Βίκτωρος Ουγκώ σε εξαιρετική δερματόδετη έκδοση που θα κόστιζε μια περιουσία. Χαμογέλασε ο Αλέξης στη σκέψη του φίλου του του Ηλία. Πόσο όμορφα είχαν περάσει στην Αθήνα όταν έβγαιναν τα βράδια μετά από τη πολύωρη μελέτη στο αναγνωστήριο της σχολής του και περπατούσαν στη Πλάκα και στις γύρω συνοικίες χαζεύοντας κορίτσια και γελώντας όταν κάποια από αυτές τους χαμογελούσε καθώς τους προσπερνούσε.
Ο Ηλίας τον είχε καλέσει στο Παρίσι στο τελευταίο αυτό γράμμα του. Είχε αρραβωνιαστεί με τη κόρη του εκδότη και αφεντικού του, στο Παρίσι και είχε καλέσει και τον Αλέξη στον γάμο του που θα γινόταν τέλη Αυγούστου. Είχε προσφερθεί μάλιστα να του πληρώσει τα ναύλα και θα τον φιλοξενούσε σπίτι του αλλά ο Αλέξης αρνήθηκε.. Όχι πως δεν ήθελε να βρεθεί στο μαγικό Παρίσι αλλά ήξερε πως ήταν φτωχός, πως αυτό το ταξίδι θα ήταν πληρωμένο από τον φίλο του και αυτό θα τον έκανε να νιώσει ακόμη πιο φτωχός και μίζερος. Δεν είχε καμία θέση σε έναν γάμο όπου καλεσμένοι θα ήταν Γάλλοι εκδότες, μεγαλοαστοί και Έλληνες καθηγητές πανεπιστημίου όπως ήταν ο πατέρας του Ηλία. Ξαφνικά ένιωσε μόνος και δυστυχής. Έπιασε τους Άθλιους για να διαβάσει αλλά το μυαλό του ταξίδεψε στην όμορφη και πλούσια αρραβωνιστικια του Παύλου και ένιωσε μέσα του μόνο θυμό. Θυμό που δε θα μπορούσε ποτέ να έχει μια γυναίκα σαν αυτή και γυναίκες σαν εκείνη δε θα του έριχναν δεύτερη ματιά.
Έπειτα από λίγες στιγμές σαν να τον είχε τσιμπήσει μύγα, σηκώθηκε πήγε στη λεκάνη με νερό που είχε στη γωνία του δωματίου, έπλυνε το πρόσωπο του, χτενίστηκε και φόρεσε έπειτα το κουστούμι του. Αυτό που φόρεσε στην αποφοίτηση του και που του κόστισε ένα σωρό από τα μεροκάματα από την εφημερίδα που δούλευε τότε για να συμπληρώσει τα έξοδα του στην Αθήνα.
Αφού ταχτοποιήθηκε και ένιωσε πως ήταν κατάλληλα ντυμένος για να εμφανιστεί στο σπίτι του δημάρχου, βγήκε στο καμαράκι των γονιών του που ουσιαστικά ήταν και όλο το υπόλοιπο σπίτι.
Η μάνα του είχε ψήσει μπακαλιάρο γεμιστό με κάππαρη που είχαν άφθονη στο χωριό και ντομάτα και ετοιμαζόταν να βγάλει στα πιάτα.
"Που θα πας;" τον ρώτησε καθώς ο πατέρας του σήκωνε το κεφάλι από το ντιβάνι που είχε κάτσει και τον κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω.
"Θα πάω στου κυρ Λεωνίδα για να του πω πως δέχομαι να κάνω μάθημα στη μικρή από τη Θεσσαλονίκη"
"Ο κόσμος δε πάει επίσκεψη στα καλά σπίτια μέσα στο καταμεσήμερο. Πήγαινε άλλαξε και έλα να φας. Το σπίτι του δήμαρχου δε φεύγει, θα πας άλλη ώρα." η φωνή του πατέρα του ακούστηκε αυστηρή και ο Αλέξης παραξενεύτηκε αλλά τον υπάκουσε.
Άλλαξε γρήγορα ρούχα και επέστρεψε να κάτσει μαζί τους στο Τραπέζι. Συνήθως το μεσημεριανό ήταν πάντα μια χαρούμενη ώρα στο σπίτι τους αλλά σήμερα επικρατούσε μια βαριά ατμόσφαιρα. Η μητέρα του τσίμπαγε τον καλομαγειρεμένο μπακαλιάρο που μοσχοβόλαγε θυμάρι και κάππαρη ενώ ο πατέρας του άδειασε βιαστικά το πιάτο του και αφηρημένος και σιωπηλός, έπαιρνε που και που μπουκιές από τη σαλάτα με τα χόρτα που υπήρχε στο τραπέζι.
"Συμβαίνει κάτι;" έσπασε τη σιωπή ο Αλέξης που ένιωθε άβολα μέσα στην αμήχανη σιωπή.
Η μάνα του κατέβασε το κεφάλι και κάρφωσε τα μάτια της στο πιάτο της ενώ ο πατέρας του σηκώθηκε από το τραπέζι και βολεύτηκε στο ντιβάνι.
"Είσαι σίγουρος πως θες να πας στο σπίτι του δημάρχου;" η φωνή του ακουγόταν σιγανή, σαν να ένιωθε άβολα που ανακατευόταν στις δουλειές του παιδιού του.
Ο Αλέξης κοκκάλωσε ακούγοντας τον πατέρα του ίσως για πρώτη φορά να μοιάζει δυσαρεστημένος με κάποια του απόφαση.
" Έτσι λέω... Κι εγώ δίστασα στην αρχή αλλά τελικά είπα να πάω πατέρα. Θα πάρουμε μερικά λεφτά και θα δώσω και μια βοήθεια στον Κυρ Λεωνίδα που μου τη ζήτησε" εξήγησε απλά στον πατέρα του και τσίμπησε άλλη μια μπουκιά από το ψάρι του.
"Αν θες να πας, δε σου λέω κουβέντα. Μόνο σκέψου το καλά. Σπούδασες για να είσαι ελεύθερος και να μην έχεις αφεντικά και αλλησβερίσια με μεγάλα κεφάλια. Αν μπαινοβγαίνεις στο ξένο σπίτι, να έχεις το νου σου. Αυτοί εκεί δεν είναι σαν εμάς" του εξήγησε ο πατέρας του με την βαθιά, υπνωτιστική φωνή του και ο Αλέξης ήξερε μέσα του πως θα δεχόταν τη δουλειά γιατί όσο και αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, ήθελε να ξαναδεί το κορίτσι με τα χρυσά μαλλιά.

Τα φτερά του έρωτα Donde viven las historias. Descúbrelo ahora