Τα βήματα του τον οδηγούσαν σαν αυτόματο, στο σπίτι των Δραμούληδων.
Βάδισε αργά και διστακτικά καθώς σκεφτόταν ακόμη τα λόγια του πατέρα του, την ώρα του μεσημεριανού.
Ο πατέρας του ήταν ένας άνθρωπος υπερήφανος και με έντονο το αίσθημα της αξιοπρέπειας. Καμάρωνε που είχε καταφέρει να έχει τη δική του βάρκα για να ζει την οικογένεια του και που τα είχε καταφέρει μονάχος του, παλεύοντας όσο θυμόταν τον εαυτό του.
Και τώρα που ο γιος του είχε καταφέρει να μορφωθεί στη πρωτεύουσα και είχε γίνει δάσκαλος, πίστευε πως είχε γίνει κι αυτός ανεξάρτητος βαδίζοντας βέβαια σε έναν διαφορετικό δρόμο ελευθερίας και προσωπικής ενηλικίωσης.
Η αλήθεια είναι πως ο πατέρας του Αλέξη δε συμπάθησε ποτέ τα "μεγάλα κεφάλια" τους δημάρχους, τους κοινοτάρχες και όλους αυτούς που προσπαθούσαν να βάλουν τον κοσμάκη κάτω από την εξουσία τους. Για αυτό και είχε αυτή την αντίδραση όταν άκουσε πως ο Αλέξης θα πήγαινε να κάνει ιδιαίτερα στο σπίτι του Λεωνίδα.
Ο Αλέξης σεβόταν τη γνώμη του πατέρα του αλλά καθώς άκουγε τα βήματα του στο χαλικόστρωτο δρόμο, αντιλαμβανόταν πως ο μόνος λόγος που είχε δεχτεί να κάνει αυτά τα ιδιαίτερα ήταν η αρραβωνιαστικιά του Παύλου. Και μόνο που αντήχησαν οι λέξεις στο μυαλό του, ντράπηκε για τις ίδιες του τις σκέψεις. Τι στο καλό γύρευε να κερδίσει με το να είναι πιο κοντά της. Να τολμήσει να μιλήσει σε μια δεσμευμένη αρχόντισσα από τη συμπρωτεύουσα, θα ήταν σκάνδαλο πόσο μάλλον να σκεφτεί για εκείνη κάτι περισσότερο..
Όταν βρέθηκε μπροστά στη πόρτα του αρχοντικού, στάθηκε αναποφάσιστος και ταχτοποίησε λίγο το σακάκι του. Ένιωσε γελοίος με το φθινοπωρινό του κουστούμι μέσα στη κάψα του καλοκαιριού και κορόιδεψε τον εαυτό του που ονειρευόταν την όμορφη Θεσσαλονικιά ενώ δεν είχε καν ένα κομψό, καλοκαιρινό κοστούμι περιπάτου για να φορέσει.
Τελικά το πήρε απόφαση, χτύπησε δειλά το ρόπτρο της βαριάς πόρτας και στάθηκε περιμένοντας.
Η πόρτα δεν άργησε να ανοίξει και στο κατώφλι εμφανίστηκε η Ειρήνη, η οικονόμος με τα μαύρα μαλλιά της δεμένα αυστηρά σε έναν κότσο στη κορυφή του κεφαλιού και το πρόσωπο της να έχει αφεθεί στις πρώτες ρυτίδες καθώς είχε περάσει προ πολλού τα χρόνια της πρώτης νεότητας.
Χαιρετήθηκαν τυπικά καθώς δεν γνωρίζονταν ιδιαίτερα πάρα το γεγονός πως ήταν συγχωριανοί και της εξήγησε πως είχε έρθει για να δει το αφεντικό της για μια προσωπική τους υπόθεση.
Η Ειρήνη τον κάλεσε να περιμένει στο άδειο σαλόνι καθώς εκείνη θα πήγαινε στο γραφείο του κυρίου Λεωνίδα για να τον ενημερώσει.
Ο Αλέξης βολεύτηκε στον αναπαυτικό καναπέ του σαλονιού που τον εντυπωσίασε πάρα τη βαριά του διακόσμηση. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι ήταν δροσερή πάρα την κάψα που έκανε έξω στο δρόμο, στα βάζα μοσχοβολούσαν ολόφρεσκα τριαντάφυλλα στο χρώμα του κρασιού και από το παράθυρο μπορούσε να δει τον πατέρα του μαθητή του του Αντώνη, τον Σπύρο να περιποιείται τον κήπο του αρχοντικού.
Στο σπίτι επικρατούσε μια ιδιαίτερη ησυχία σαν να μην υπήρχε τίποτα ζωντανό μέσα στους χώρους του.
Έπειτα από λίγο όμως άκουσε αργά βήματα από τις σκάλες και εμφανίστηκε και πάλι η Ειρήνη.
"Ο κύριος μιλάει στο τηλέφωνο για ένα σοβαρό ζήτημα και ζητάει συγγνώμη που σας αφήνει να περιμένετε. Υποσχέθηκε όμως πως δε θα αργήσει. Θα θέλατε στο μεταξύ να σας φέρω ένα καφεδάκι;" η Ειρήνη μιλούσε τυπικά αλλά φαινόταν πως ήθελε πραγματικά να τον κάνει να νιώσει πιο άνετα. Σίγουρα είχε βρεθεί κι αυτή στη θέση του όταν πρωτοήρθε σε αυτό το σπίτι για να εργαστεί.
" Ναι ένα καφεδάκι θα ήταν ο, τι πρέπει " χαμογέλασε νευρικά ο Αλέξης και άλλαξε θέση στον καναπέ όπου είχε κάτσει.
Η Ειρήνη χάθηκε στο πίσω μέρος του σπιτιού και ο Αλέξης χάζευε γύρω του το πολυτελές σπίτι και ένιωσε ακόμη πιο άσχημα για τη φτώχεια του. Δεν ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τη πολυτέλεια ή επιζητούσε να γίνει πλούσιος με κάθε τρόπο αλλά τον πείραζε που υπήρχαν άνθρωποι που θεωρούνταν ανώτεροι του μόνο και μόνο γιατί είχαν περισσότερα λεφτά στη τσέπη τους από εκείνον.
Στη πραγματικότητα είχε αρχίσει να σκέφτεται πως αυτή του η απόφαση για τα ιδιαίτερα ήταν μια ανοησία και καλύτερα να επέστρεφε στο σπίτι του χωρίς να χρειαστεί να μπαινοβγαίνει σε αυτό εδώ το σπίτι και να νιώθει κατώτερος τους. Δεν το ήθελε αυτό για τον εαυτό του και ντράπηκε που ένιωθε τόσο άσχημα.
Ακούστηκαν πάλι βήματα στις σκάλες από τον επάνω όροφο αλλά αυτή τη φορά ο Αλέξης αντιλήφθηκε στη σιγαλιά του απογεύματος πως δεν ήταν η Ειρήνη που ερχόταν. Μικρά, κομψά βήματα από χαμηλά τακουνάκια ακούστηκαν στο ξύλο του δαπέδου και μπήκε φουριόζα στο σαλόνι η κοπέλα με τα πυροξανθα μαλλιά.
Ο Αλέξης καθόταν στον καναπέ που βρισκόταν στο αριστερό τμήμα του σαλονιού και η Μαρία ούτε που κοίταξε προς τα εκεί. Αντίθετα κινήθηκε βιαστικά προς το τζάκι και πήρε ένα μικρό βιβλίο που είχε αφήσει εκεί νωρίτερα το μεσημέρι.
Μουρμούριζε σιγανά εναν σκοπό από ένα γνωστό, αισθηματικό τραγούδι της εποχής και καθώς γύρισε για να βγει από το δωμάτιο, σταμάτησε απότομα καθώς το βλέμμα της έπεσε πάνω του.
Ο Αλέξης ανατρίχιασε από αυτό που ένιωσε την στιγμή που τον κοίταξε η νεαρή κοπέλα.. Την θαύμασε καθώς το λευκό της πορσελάνινο πρόσωπο βάφτηκε με πινελιές κοκκινίσματος και τα μάτια του δε μπορούσαν πάρα να απολαύσουν το φόρεμα της σε μια απαλή ροδακινί απόχρωση που την έκανε να μοιάζει ακόμη πιο άγουρη και γλυκιά.
"Με συγχωρείτε, δεν σας είδα όταν μπήκα" του μίλησε με χαμηλή φωνή και έπειτα με θάρρος κάρφωσε τα μάτια της πάνω του.
Είχε όμορφα μάτια , σκέφτηκε ο Αλέξης. "Για τέτοια μάτια γράφονται ποιήματα".
"Καλησπέρα, μην ανησυχείτε το κατάλαβα πως δεν με είδατε"της χαμογέλασε αμήχανος και ένιωσε εντελώς ανόητος μέσα στο ετοιματζίδικο κουστούμι του.
"Να σας συστηθώ. Είμαι η Μαρία Σπύρου" είπε εκείνη και έκανε μια μικρή υπόκλιση σχεδόν σαν να έπαιζε κάποιο παιχνίδι που την διασκέδαζε.
" Αλέξανδρος Στέκος. Χάρηκα πολύ".
Δεν της έπιασε το χέρι, δεν της το φίλησε όπως ίσως θα έπρεπε αλλά σκέφτηκε πως το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε ήταν να μπει ο κυρ Λεωνίδας ή ο Παύλος στα ξαφνικά και να τον δουν να χειροφιλεί την Μαρία.
Έπεσε μια αμήχανη σιωπή αλλά ο Αλέξης διαπίστωσε με χαρά πως η Μαρία δεν είχε σκοπό να φύγει. Αντίθετα έκατσε σε μια πολυθρόνα απέναντι του και έμοιαζε να περιμένει από εκείνον να συνεχίσει την κουβέντα.
"Πως σας φαίνεται το νησί μας" τη ρώτησε ο Αλέξης ξέροντας πως η ερώτηση ήταν ασφαλής αν και σαφώς ουδέτερη. Τίποτα ενδιαφέρον δε μπορούσε να προκύψει από μια τέτοια ερώτηση.
"Δεν το έχω δει καθόλου ακόμη δυστυχώς. Χτες ήμουν κουρασμένη απο το ταξίδι και δεν βγήκα καθόλου και σήμερα δυστυχώς δεν ακολούθησα στον περίπατο τους υπόλοιπους γιατί είχα πονοκέφαλο" του απάντησε και κούνησε τους ώμους της σαν να μην ήξερε τι άλλο να πει.
Ο Αλέξης δεν ήξερε γιατί αλλά δεν την πίστευε. Του είχε φανεί πολύ κεφάτη καθώς έπαιρνε το βιβλίο της και τραγουδούσε. Ίσως βέβαια να της είχε περάσει ο πονοκέφαλος και η εντύπωση του πως η νεαρή γυναίκα ένιωθε άβολα με την συντροφιά των υπολοίπων, να ήταν απλώς λανθασμένη.
"Τουλάχιστον έχετε το βιβλίο σας για συντροφιά"
"Ναι είναι Jane Austen. Την ξέρετε; Είναι Αγγλίδα. Η αλήθεια είναι πως κακώς το ξέχασα εδώ στο σαλόνι. Αν το έβλεπε η μητέρα μου θα με κατσάδιαζε" χαμογέλασε και πάλι και φάνηκε να διασκεδάζει στη σκέψη πως θα νευρίαζε τη μητέρα της.
" Μα γιατί; Είναι τόσο σκανδαλώδης η θεματολογία του βιβλίου; "ρώτησε ο Αλέξης που δε γνώριζε την Jane Austen και ένιωσε ακόμη πιο ντροπιασμένος λόγω της εκπαιδευτική του ιδιότητας. Πως ήταν δυνατόν να μην είχε ακούσει καν αυτή την αγγλίδα συγγραφέα;
"Φυσικά και είναι σκανδαλώδης. Μιλάει για την αγάπη. " αποκρίθηκε η Μαρία απλά και έσφιξε λίγο παραπάνω το βιβλίο στην αγκαλιά της.
"Δεν ήξερα πως ενοχλεί τις μαμάδες η αγάπη" γέλασε ο Αλέξης και σκέφτηκε πως δήμαρχος το είχε παρακάνει. Έπρεπε να εμφανιστεί από λεπτό σε λεπτό.
" Τη δική μου την ενοχλεί.. Τέλος πάντων στη πραγματικότητα είναι ένα πολύ ωραίο κείμενο. Η έκδοση βέβαια είναι γαλλική. Είναι δώρο από μια φίλη μου που ζει πια στη Γαλλία" του εξήγησε και έμοιαζε πιο μελαγχολική καθώς αναφερόταν στη φίλη της. Σίγουρα της λείπει πολύ, σκέφτηκε ο Αλέξης και ένιωσε μια συμπάθεια για τη νέα αυτή κοπέλα. Έμοιαζε να μην είναι όσο ευτυχισμένη θα περίμενε κανείς δεδομένης της κοινωνικής της θέσης και της οικονομικής της άνεσης.
" Δεν γνωρίζω τη συγγραφέα. Και αυτό είναι ακόμη πιο ενοχλητικό αν σκεφτείτε πως είμαι δάσκαλος." είπε ελαφρώς αστειευόμενος και εκείνη κούνησε το χέρι της σαν να έλεγε πως δεν πειράζει καθόλου.
Καθώς γελούσαν η Ειρήνη μπήκε και πάλι στο σαλόνι και του φάνηκε πως του έριξε ένα επικριτικό βλέμμα καθώς του έλεγε πως το αφεντικό της ήταν έτοιμος να τον δεχτεί στο γραφείο του.
"Θα φέρω εκεί τον καφέ σας" είπε και έφυγε βιαστικά για την κουζίνα.
Η Μαρία σηκώθηκε από την πολυθρόνα της και του έδωσε το χέρι της.
"Χάρηκα που σας γνώρισα. Θα σας ξαναδούμε; Έμαθα πως σας πρότειναν να κάνετε ιδιαίτερα στην αδερφή μου. Σκέφτεστε να δεχτείτε; "
" Αν δεν ήσουν εσύ δε θα δεχόμουν. Αν δεν ήσουν εσύ δε θα αναγκαζόμουν να δέχομαι τα βλέμματα του υπηρετικου προσωπικού που με κρίνει γιατί μιλάω με την αρραβωνιαστικιά του πλούσιου κυρίου τους. "σκέφτηκε ο Αλέξης αλλά δεν το είπε. Αντί για αυτό της απάντησε λιγότερο έντονα και πολύ πιο ουδέτερα:
" Ναι θα κάνω ιδιαίτερα στην αδερφή σας με χαρά. Άλλωστε θα είναι τιμή μου να διδάξω μια νεαρή κυρία από τη Θεσσαλονίκη και από την εξαιρετική σας οικογένεια" απάντησε και ένιωσε εντελώς υποκριτής καθώς πρόφερε τη κάθε λέξη.
"Θα σας ξαναδώ με χαρά τότε. Καλό απόγευμα "τον κοίταξε στα μάτια και ένιωσε πως έχασε η καρδιά του έναν χτύπο.Να πάρει η ευχή, σε τι ανόητο παιχνίδι είχε πέσει. Σε τι βάσανο είχε μπλεχτεί.
"Κι εγώ το ίδιο δεσποινίς.. Επίσης"
Η Μαρία γύρισε την πλάτη της και ο Αλέξης την κοίταζε να ανεβαίνει βιαστικά τις σκάλες και να χάνεται στον επάνω όροφο σαν αερικό.
Σαν να συνήλθε έπειτα, ταχτοποίησε το γιακά του πουκαμίσου του και προχώρησε για το γραφείο του κυρίου Λεωνίδα. Μετά από τη συνάντηση με τη Μαρία ένιωθε ακόμη πιο έντονα πως είχε κάνει τεράστιο λάθος που είχε δεχτεί να έρθει σε αυτό το σπίτι ανυπεράσπιστος στο μέρος όπου φώλιαζε εκείνη και τα μαγικά της μάτια.
YOU ARE READING
Τα φτερά του έρωτα
ChickLitΜια ντροπαλή βιβλιοπώλης, ένα παλιό γράμμα και μια ιστορία αγάπης από το παρελθόν που οδηγεί τη πρωταγωνίστρια μας σε μυστικά που δε φανταζόταν αλλά και σε έναν έρωτα που δε περίμενε.