Κεφάλαιο πέντε⏳

105 13 1
                                    

«Πως γίνεται τα σκοτάδια να περιπλέκονται με το φως;» - Κάθριν Φέϊτερ

                                     ~ • ~

Έσφιξα τα μάτια μου κλειστά μέχρι που τα πάντα γύρω μου σταμάτησαν να κινούνται. Έγειρα το σώμα μου πιο κοντά στου Τρίσταν νιώθοντας την θερμότητα του και τον έσφιξα ελαφρώς από φόβο κάνοντας τον να γελάσει. Εκείνος σήκωσε την κουκούλα μου, καλύπτοντας έτσι πλήρως την κεφαλή μου και με αργές κινήσεις άφησε τα πόδια μου να ακουμπήσουν κάτω.

«Είναι εντάξει τώρα, μπορείς να τα ανοίξεις» μου ψιθύρισε καθησυχαστικά

Πετάλησα τις φλεφαρίδες μου επανειλλημένα έτσι ώστε να ξεθολώσει η όραση μου και κοίταξα τριγύρω μας, εξετάζοντας τον χώρο. Βρισκόμασταν ακριβώς στην μέση του δάσους. Το μόνο πράγμα που μας περιτριγύριζε ήταν δέντρα και θάμνοι, γυμνοί και ξεραμένοι. Έσμιξα τα φρύδια μου μπερδεμένη όσο εκείνος περπάτησε προς μια κατεύθυνση κάνοντας μου νόημα να μείνω σιωπηλή. Έκανε μερικά βήματα ακόμα μέχρι που σταμάτησε μπροστά από την μεγαλειώδες βελανιδιά. Τότε σήκωσε τα μανίκια του προς τα πάνω και γονάτισε ελαφρώς βγάζοντας έξω το ραβδί του.

«Ανκοβέρσιον» ψιθύρισε και με την άκρη του δάχτυλου του πίεσε ένα σημείο ανάμεσα σε δύο κλαδιά

Ξάφνου, ένας διαφανές τοίχος, αόρατος μέχρι τώρα, απαλός σαν πούπουλο και εύπλαστος σαν μεμβράνη εμφανίστηκε, πιάνοντας με απροετοίμαστη. Δίχως καν να προλάβω να ρωτήσω το οτιδήποτε, με έπιασε από τον καρπό και με τράβηξε στην άλλη πλευρά. Μόλις περάσαμε το προστατευτικό τοίχος, εκείνο εξαφανίσθηκε ξανά με τον ίδιο τρόπο που είχε εμφανιστεί. Κοίταξα γύρω μου για ακόμη μια φορά, αλλά το μέρος μπροστά μας δεν είχε καμία σχέση με αυτό που υπήρχε πίσω από το τοίχος.

Ήταν γεμάτο με πανύψηλα δένδρα, στα οποία πάνω υπήρχαν κτισμένα ξύλινα σπιτάκια, με ανθισμένα ζουμπούλια στις σκεπές τους. Το χρώμα του γρασιδιού είχε μια ανοιχτή, πράσινη απόχρωση και ανάμεσα στην πρασινάδα αυτή υπήρχαν κάθε είδους λουλουδιού που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Έμεινα να θαυμάζω με δέος το σκηνικό γύρω μου όσο ο Τρίσταν αφαίρεσε την κουκούλα που κάλυπτε ως τώρα το μέτωπο του. Συνεχίσαμε να περπατάμε πιο βαθειά στο μέρος ώσπου μια εκτυφλωτική, λευκή φιγούρα πέρασε πίσω από ένα δέντρο. Βλεφάρισα επανειλλημένα ξαφνιασμένη και με αργό βηματισμό την πλησίασα. Η φιγούρα έστρεψε την προσοχή της προς τα εμένα και αναφώνησα έκπληκτη όταν τα μάτια της συνάντησαν τα δικά μου.

Χάβεργκορτ: Η επιστροφήOnde histórias criam vida. Descubra agora