30. Η έξοδος

18.4K 877 224
                                    

Η Βανέσα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και αναστέναξε. Δεν τα είχε καταφέρει και άσχημα. Τα μαλλιά της έπεφταν σε χαλαρές μπούκλες και κύκλωναν το πρόσωπό της σαν στεφάνι, είχε βαφτεί προσεκτικά και με σύνεση, σε απαλές αποχρώσεις τονίζοντας λιγάκι παραπάνω τα χείλη της. Επέλεξε να φορέσει ένα λευκό φόρεμα, που άφηνε ακάλυπτα τα όμορφα πόδια της, ένα ζευγάρι σανδάλια και μακριά σκουλαρίκια.

Είχε αφόρητη ζέστη εκείνες τις μέρες στην Αθήνα. Σήκωσε τα μαλλιά της ψηλά και αποφάσισε πως θα ήταν τελικά καλύτερα να τα πιάσει πάνω, να μην σκάσει κιόλας. Άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες για να βρεθεί στον κάτω όροφο και να βρει τον πατέρα της να καπνίζει στο σαλόνι μαζί με τον Μάικ. Της έκανε εντύπωση, δεν συνήθιζαν να κάθονται στο μικρό σαλόνι του κάτω ορόφου, συνήθως τα έπιναν στο γραφείο.

<<Γεια>>είπε χαμογελαστή και έσκασε από ένα φιλί και στους δύο άνδρες.

<<Για που το έβαλες;>>την ρώτησε ο πατέρας της και της φίλησε το εσωτερικό της παλάμης της, θαυμάζοντας την όμορφη κόρη του.

Η σχέση τους είχε δοκιμαστεί έντονα μετά το περιστατικό με τον Άλεξ. Πρώτη φορά έκανε τόσο καιρό να της μιλήσει ξανά, όμως δεν άντεχε μακριά από την μοναχοκόρη του και τελικά συγχώρεσε το παράπτωμά της. Η ίδια έφυγε για δύο χρόνια στο Λονδίνο, με σκοπό να αλλάξει εντελώς παραστάσεις και βυθίστηκε στην άβυσσο του πόνου της. Η Αλκμήνη πήγαινε όσο πιο συχνά γινόταν τα Σαββατοκύριακα και είχε έρθει σε αδιέξοδο που έβλεπε την κολλητή της σε κακά χάλια, να σέρνεται με αυτολύπηση όλη μέρα και να έχει καταντήσει σκιά του εαυτού της.

Όμως αυτό ήταν παρελθόν. Κουράστηκε να ξυπνά και να τον περιμένει αλλά ταυτόχρονα να εύχεται να μην κάνει το λάθος να την βρει. Της έτρωγε επίμονα τα σωθικά αυτή η διπολικότητα. Παρόλο που την σκότωνε που δεν είχε νέα του και όσο και να ρωτούσε τον Άρη αυτός της απαντούσε πως δεν είχε ιδέα και πως δεν κρατούσε επαφή. Η Βανέσα ήταν σίγουρη πως δεν της έλεγε την αλήθεια μα δεν μπορούσε να κάνει κάτι.

Αποχωρίστηκε αποφασιστικά την αυτολύπησή της και τον έθαψε σε μια γωνία του μυαλού της, καταχωρημένο σαν μια σύντομη και έντονη ανάμνηση. Κι ας μην περνούσε μέρα που να μην το σκέφτεται, προσπαθούσε όμως να πείσει τον εαυτό της πως δεν την ενδιέφερε πια. Τόσα χρόνια να περνούν χαμένα και να τα σπαταλάει στην θλίψη και την αναμονή, είναι κρίμα μα την πλήγωνε που δεν την έψαξε ποτέ.

Πιάσε με αν μπορείςWhere stories live. Discover now