Επισκέπτης

376 50 3
                                    

Έκλεισε το βιβλιοπωλείο λίγο πιο αργά από το συνηθισμένο βάζοντας, με το πολυκαιρισμένο λουκέτο, μια ανάπαυλα στην κουραστική αυτή εβδομάδα.
  Βάδιζε αργά προς το σπίτι χωρίς ιδιαίτερη όρεξη προσπαθώντας να καθυστερήσει την άφιξη της. Η αλήθεια είναι πως τις τελευταίες ημέρες ο πατέρας της και εκείνη δεν τα πήγαιναν τόσο καλά και ο λόγος ήταν πάντα οι μπηχτές του πατέρα της πως τα βιβλία της είχαν πάρει τα μυαλά και την είχαν κάνει πολύ εκλεκτική. "Δε θα βρεις ένα σωστό παλικάρι με τα μυαλά σου στα βιβλία που ψάχνεις" της γάνωνε το μυαλό κάθε τρεις και λίγο και η Σοφία που τον αγαπούσε πολύ, απορούσε που ο πατέρας της φερόταν σαν καμία συντηρητική γιαγιά του παλιού καιρού.
Περισσότερο την ενοχλούσε το γεγονός πως εμμέσως κατηγορούσε τα βιβλία για τη μοναξιά της και όχι ας πούμε τους άντρες που είχε γνωρίσει και την ταλαιπωρούσαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
  Το μυαλό της ταξίδεψε στον Άρη. Δεν του είχε στείλει μήνυμα να κανονίσουν για να φάνε μαζί. Καταβάθος ήθελε πολύ να τον δει αλλά ήξερε πως όσο περισσότερο τον πλησίαζε τόσο πιο δύσκολο θα ήταν έπειτα να απομακρυνθεί από κοντά του. Και αυτό ήταν αναπόφευκτο εφόσον ήταν δεσμευμένος.
  Παρ'ολα αυτά πάντα την χαρακτήριζε συνέπεια και η ιδέα να μην του απαντήσει καθόλου της φαινόταν απωθητική. Έτσι αφού μπήκε στο ζεστό χωλ του σπιτιού της και άφησε τη τσάντα της σε μια καρέκλα με βελούδινη πλάτη, έκατσε στον καναπέ του σαλονιού και πληκτρολόγησε στα γρήγορα ένα μήνυμα.
  Ένιωσε καλύτερα μετά από αυτό αφού τουλάχιστον είχε απαντήσει στον Άρη και δεν τον είχε αφήσει να περιμένει απάντηση της.
  Στο σπίτι επικρατούσε ησυχία και μόνο μια υποψία ήχων από το δωμάτιο των γονιών της φανέρωνε πως ο πατέρας της πιστός στη σαββατιάτικη συνήθεια του, λαγοκοιμόταν έχοντας αφήσει ανοιχτή την τηλεόραση να παίζει κάποια παλιά ελληνική ταινία.
  Το υπόλοιπο μεσημέρι πέρασε ήσυχα μεταξύ ζεστού φαγητού, μεσημεριανής ραστώνης και μερικών σελίδων από τον "Αιώνιο σύζυγο" του Ντοστογιέφσκι. Το απογευματάκι κλείστηκε στο δωμάτιο της και ξεκίνησε να γράφει την ιστορία που εδώ και πολύ καιρό είχε στο μυαλό της.
  Το γνώριζε και η ίδια πως ίσως δεν είχε καν τη πειθαρχία που θα χρειαζόταν για να ολοκληρώσει ένα μυθιστόρημα αλλά είχε ηδη πλάσει στο μυαλό της τους ήρωες και τις σχέσεις που θα τους συνέδεαν και ήθελε να προσπαθήσει να τους ζωντανέψει στο χαρτί.
  Έγραφε για ώρα πολύ, όχι στον υπολογιστή της όπως ίσως θα περίμενε κανείς αλλά με ένα κλασσικό μολύβι που πατούσε γερά σε κάθε τελείωμα πρότασης σαν να σφράγιζε τις λέξεις για να μείνουν εκεί και να τις θυμίζουν την ιστορία που είχε δημιουργήσει στο μυαλό της.
  Όταν άκουσε το κουδούνι να χτυπάει ένιωσε σαν να την τράβηξαν από έναν άλλο κόσμο όπου είχε βυθιστεί συντροφιά με τα σύνεργα της συγγραφής.
  Δεν κουνήθηκε όμως από τη θέση της. Ίσως να ήθελαν τον πατέρα της, η ίδια δεν είχε κανονίσει τίποτα για απόψε και τα παιδιά είχαν τις δικές τους δουλειές για το Σαββατόβραδο.
  Από το σαλόνι ακούστηκε ο ήχος μιας καρέκλας που σέρνεται στο δάπεδο, η φωνή του πατέρα της να γελάει και η Σοφία σκέφτηκε με ανακούφιση πως όντως ο πατέρας της τελικά είχε επισκέψεις.
  Ξαναπήρε το μολύβι στα χέρια της και το στριφογύρισε στα δάχτυλα της καθώς σκεφτόταν πως να συνεχίσει το κείμενο της.
Από το σαλόνι ακουγόταν ο πατέρας της και η φωνή του που έμοιαζε να πλησιάζει όλο και περισσότερο μέχρι που τελικά σταμάτησε εντελώς και έπειτα ακούστηκε ο γνώριμος ήχος του χεριού του να χτυπάει μαλακά τη πόρτα της.
Η Σοφία του απάντησε και εκείνος άνοιξε δισταχτικά και τη κοίταξε καλά σαν να προσπαθούσε να τη μελετήσει και να δει σε εκείνη κάτι που πριν δεν είχε παρατηρήσει.
  "Είναι ένας νεαρός στο σαλόνι και θέλει να σου μιλήσει." της χαμογέλασε και το πρόσωπο του έμοιαζε να έχει φωτιστεί ολόκληρο.
"Νεάρος; Ποιος είναι, κανένας από τα παιδιά;" τον ρώτησε γεμάτη περιέργεια η Σοφία και άφησε κάτω το μολυβι της και έτριψε λίγο τα μάτια της που είχαν κουραστεί από την τόση ώρα που ήταν κολλημένα στο λευκό χαρτί.
"Άρη τον λένε. Έχει αυτό το λουξ ξενοδοχείο στη παραλία με την ιδιωτική πλαζ"της απάντησε ο πατέρας της χαμηλώνοντας τη φωνή του συνωμοτικά.
  Η ταραχή της Σοφίας ήταν σχεδόν άμεση καθώς τινάχτηκε από την καρέκλα του γραφείου της, κοκκινίζοντας μέχρι τις ρίζες των μαλλιών της.
" Ο Άρης εδώ; Να πάρει, τι στο καλό θέλει; Δεν έχω καν λούσει τα μαλλιά μου και είμαι ακόμη με τις πιτζάμες, για όνομα του Θεού" σκέφτηκε η Σοφία ενώ προσπαθούσε να μη δείξει στον πατέρα της πόσο την είχε επηρεάσει η άφιξη του συγκεκριμένου άντρα.
"Εντάξει, πες του πως θα ετοιμαστώ γιατί κοιμόμουν και θα έρθω σε λίγο.. Στο μεταξύ κέρασε τον καφέ και έχω και κεικ στο δίσκο.θα έρθω σε λίγο" του εξήγησε και του έκανε νόημα να πάει μέσα για να μείνει μόνη της.
  "Φαίνεται καλό παιδί. Δεν ήξερα πως τον γνωρίζεις. Η θεία σου μου έλεγε τις προάλλες για το ξενοδοχείο του όταν ήμουν στη χώρα και μάλιστα μου είχε πει και για τον ίδιο τα καλύτερα λόγια..." ο πατέρας της έμοιαζε πολύ πιο χαρούμενος από όσο μπορούσε να θυμηθεί τον τελευταίο καιρό.
" Μη σου μπαίνουν ιδέες.. Απλοί γνωστοί είμαστε"του απάντησε ξερά για να του κόψει τη φορά. Την εκνεύριζε που φερόταν όπως άκουγε πως συμπεριφέρονταν οι μητέρες των φιλενάδων της για το θέμα του γάμου.
"Κι εγώ με την μητέρα σου γνωστοί ήμασταν και μετά ερωτευτήκαμε και την παντρεύτηκα"απάντησε χαρίζοντας της ένα χαμόγελο θριάμβου και η Σοφία με ένα θυμωμένο αλλά χαμηλόφωνο "Πήγαινε μέσα" τον έστειλε να κάνει παρέα στον Άρη μέχρι να ετοιμαστεί.
  Όσο έψαχνε βιαστικά στη ντουλάπα της, κάθε ρούχο της φαινόταν κακόγουστο και χιλιοφορεμένο. Πέταγε δεξιά και αριστερά παντελόνια και μπλούζες μέχρι που τελικά αποκαμωμένη, διάλεξε από τον σωρό ένα μοβ παστέλ φορεματάκι που ήταν καθημερινό αλλά και κοριτσίστικο. Άλλωστε ήταν στο σπίτι της, δεν ήθελε να εμφανιστεί σαν να είχε προσπαθήσει πολύ για την εμφάνιση της. Χτένισε τα φουντωτά μαλλιά της και τα ταχτοποίησε με γρήγορες κινήσεις και τέλος πέρασε λίγη πούδρα και μάσκαρα στο πρόσωπο της.
  Όσο ετοιμαζόταν δε μπορούσε να μην αναρωτηθεί τι ήταν αυτό που είχε φέρει τον Άρη στο κατώφλι της. Του είχε εξηγήσει στο μήνυμα της πως ήταν αρκετά κουρασμένη και δεν είχε όρεξη τελικά για να πάνε κάπου. Θα επέστρεφε σπίτι της να ξεκουραστεί και να περάσει ήσυχα το Σάββατο της.
Και τώρα είχε έρθει να την βρει σαν να το είχαν συμφωνήσει.. Μήπως δεν είχε δει το μήνυμα της; Ναι ίσως αυτό είχε συμβεί γιατί αλλιώς τι μπορούσε να τον είχε φέρει στο σπίτι της ειδικά όταν ήξερε πως θα ήταν εκεί και ο πατέρας της.
Βγήκε από το δωμάτιο της σιγανά σαν γάτα και πέρασε από τον πλατύ διάδρομο για να φτάσει στο φωτεινό σαλόνι. Ο ήλιος ακόμη δεν είχε δύσει και το δωμάτιο γυάλιζε από το φως που ταξίδευε από τα ανοιχτά παράθυρα.
Ο Άρης καθισμένος στον καναπέ συζητούσε ζωηρά με τον πατέρα της για τα σκουπίδια που άφηναν οι τουρίστες στην παραλία του χωριού καθώς έπιναν ελληνικό καφεδάκι και τσιμπολογούσαν το κεικ πορτοκάλι που είχε φτιάξει η ίδια χτες το βράδυ.
  Όταν μπήκε στο δωμάτιο οι δύο άντρες σταμάτησαν την κουβέντα τους και γύρισαν προς το μέρος της. Κοίταξε το πρόσωπο του Άρη. Έδειχνε κουρασμένος, με μαύρους κύκλους στο λεπτό του πρόσωπο που όμως έμοιαζαν να τον κάνουν ακόμη πιο γοητευτικό με έναν ιδιαίτερο τρόπο που η Σοφία δε μπορούσε καν να εξηγήσει με λόγια. Θα μπορούσε να είναι ήρωας βιβλίου και πάλι θα τον είχε αγαπήσει.
  Ο Άρης σηκώθηκε ελαφρώς ταραγμένος κι αυτός και η Σοφία κατάλαβε πως ίσως κι αυτός είχε φτάσει στο σπίτι της αυθόρμητα χωρίς καν να έχει σκεφτεί πως θα εξηγήσει την επίσκεψη του.
"Καλησπέρα Σοφία. Συγγνώμη για την απρόσκλητη επίσκεψη.. Ο πατέρας σου μου είπε πως κοιμόσουν, συγγνώμη που σε σήκωσα"έμοιαζε ελαφρώς χαμένος καθώς προσπαθούσε να εξηγήσει τι ήταν αυτό που τον είχε φέρει στο σαλόνι της απρόσκλητο.
"Δεν πειράζει μην ανησυχείς, πρόλαβα να ξεκουραστώ. Απλά δεν σε περίμενα και ήταν λίγο ξαφνικό. " του χαμογέλασε και κοίταξε τον πατέρα της που τους κοιτούσε χωρίς να χάνει λέξη και κατάλαβε πως έπρεπε να βγουν έξω γιατί με τον πατέρα της εκεί απίκο δε θα μπορούσαν να μιλήσουν.
" Μπαμπά εμείς θα βγούμε λίγο, λογικά δε θα αργήσω. Αν χρειαστείς τίποτα πάρε με στο κινητό" εξήγησε στον πατέρα της η Σοφία και παρά τις διαμαρτυρίες του, η Σοφία φόρεσε τα σανδάλια της και παίρνοντας τη τσάντα της από την καρέκλα, έκανε νόημα στον Άρη να την ακολουθήσει έξω από το σπίτι.

Τα φτερά του έρωτα Where stories live. Discover now