΄΄Πατήματα, πηδήματα, σπρωξίδια, τις νύχτες τα Χριστούγεννα πάνω στα κεραμίδια. Στις καμινάδες τα βιολιά και τα σουραύλια στήσανε και ακόμη τα κοκόρια δεν λαλήσανε. Μην είναι οι παρασάνταλοι, οι μαύροι καλικάτζαροι; Μύθοι και παραμύθια αναστηθήκανε, με το χρυσό της μάγισσας ραβδί και μαγευτήκανε. Γάτοι παπουτσωμένοι εγινήκανε και στις κεραμιδένιες τις στέγες ανεβήκανε΄΄
Ο Έλτον, ή όπως αλλιώς ήταν το κανονικό του όνομα, Λόμιλ Γκάλας, ειδοποίησε την κόρη του πως οι εγγονές του θα διανυκτέρευαν μαζί του. Η αλήθεια, της είχε ξεφύγει ένα παράξενο επιφώνημα σε αυτήν την ανακοίνωση, μην μπορώντας να πιστέψει πως ο πατέρας της, είχε βρει στα ξαφνικά την χαμένη του όρεξη και διάθεση να περάσει λίγες ώρες με τα μέλη της οικογένειάς του. Απαντώντας του ένα ΄΄εντάξει΄΄, κλείσανε το τηλέφωνο, με τα δύο κορίτσια να έχουν στα ξαφνικά αλλάξει διάθεση. Η Ζόε, ένιωθε μέσα της μία απίστευτη δύναμη, πως ξαφνικά ήταν ικανή να αναρριχηθεί ακόμη και στο πιο ψηλό βουνό, δίχως την παραμικρή βοήθεια. Από την άλλη η Σάρα, η ατίθαση έφηβη με την καλή καρδιά και τα καταπιεσμένα συναισθήματα οργής και θρήνου για τον χαμό του πατέρα της, ένιωθε μπερδεμένη. Μερικές φορές, όσο πιο μεγάλος είσαι, τόσο δυσκολότερα αφήνεις την καρδιά σου να υποδεχτεί, όλα αυτά που η λογική σου αρνείται να συλλάβει. Απέναντι στην απόλυτη μαγεία, έστεκε ελαφρώς παγωμένη, ωστόσο η εικόνα μιλούσε από μόνη της.
Ο παππούς τους, έχοντας αφεθεί πλήρως στη νέα του εμφάνιση, την οποία έδειχνε να απολαμβάνει, έκατσε ξανά στον καναπέ του, που τώρα είχε το χρώμα του κεραμιδιού. Η φωτιά στο τζάκι είχε άξαφνα ζωηρέψει, το ξύλινο πάτωμα γυάλιζε και η γλυκιά μυρωδιά των μπισκότων, είχε πλημμυρίσει την ατμόσφαιρα. Μικροί θόρυβοι ακούστηκαν από την μεριά της κουζίνας και η Ζόε σηκώθηκε όρθια, παλεύοντας να ανακαλύψει την προέλευσή τους.
«Μην τρομάξετε, είναι οι βοηθοί μου. Πλέον, είμαι συνταξιούχος ξωτικό, μα πιστέψτε με, προτού αποσυρθώ από τα καθήκοντά μου, είχα προσφέρει πολλά πράγματα. Κάντε ησυχία για να μην αναστατωθούν. Δεν είναι μεγαλύτεροι από την παλάμη του χεριού της Σάρα» τους είπε και τα κορίτσια κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
Οδεύοντας αργά προς την κουζίνα, βρήκαν μπροστά ακριβώς από έναν φούρνο παλαιάς εποχής, τρία πλάσματα, χνουδωτά, με τεράστια, μυτερά αυτιά, που έπλαθαν παθιασμένα τηγανίτες, αλείφοντάς τες με μέλι και κανέλα. Στη θέα του Λόμιλ Γκάλας, ξεκίνησαν να βγάζουν χαρούμενες, στριγκές κραυγές, μα όταν τα ολοστρόγγυλα μάτια τους έπεσαν στα κορίτσια, ευθύς πάγωσαν και κρύφτηκαν κάτω από το ξύλινο, σκαλιστό τραπέζι της κουζίνας.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Το ραγισμένο στολίδι(μικρού μήκους χριστουγεννιατικο)
FantastikΤο πνεύμα των εορτών ψάχνει απεγνωσμένα έναν τρόπο για να αναστηθεί και να θέσει εκ νέου σε λειτουργία τα εργοστάσια του Βόρειου Πόλου. Αναζητά ανάμεσα στο πλήθος εκείνη τη μοναδική καρδιά που θα το φιλοξενήσει και θα αλλάξει τα σχέδια του Άγιου, γι...