Οι εβδομάδες κυλούσαν βασανιστικά αργά μέχρι να φτάσουν αισίως τα Χριστούγεννα. Η εγκυμοσύνη της Βανέσας δεν ήταν και η καλύτερη, καθώς πρηζόταν, πονούσε η μέση της και το στομάχι της ήταν άνω κάτω σε μόνιμη βάση.
Ο γιατρός της είχε απαγορέψει να πηγαίνει στην δουλειά και την συμβούλεψε να χαλαρώνει όσο περισσότερο γίνεται μέσα στην μέρα. Η Βανέσα την έβγαζε με χαλαρό περπάτημα στον κήπο για να σκοτώνει τον χρόνο της και είχε τρελαθεί από την ανία και την βαρεμάρα.
Ευτυχώς είχαν έρθει οι γιορτές και ασχολήθηκε λιγάκι με τον στολισμό του σπιτιού, όσο δηλαδή της επέτρεψαν. Το μόνο θετικό σε όλη την κατάσταση ήταν πως ο πατέρας της φαινόταν να την έχει συγχωρέσει και ήταν και πάλι τρυφερός μαζί της. Είχε τρελαθεί με την ιδέα του εγγονού του και έκανε ήδη σαν χαζόπαππούς ενώ δεν έχανε ευκαιρία να της χαϊδεύει την κοιλίτσα και να την ελέγχει για το αν τηρεί κατά γραμμα τις συμβουλές του γιατρού της.
Υπήρχαν βέβαια στιγμές που δεν το χώραγε ο νους του αλλά αν ένα πράγμα ήξερε καλά ο Αγγελόπουλος ήταν ότι ο χρόνος δεν γυρνούσε πίσω και δεν υπήρχε λόγος να μοιρολατρεί. Η μονάκριβή του θα γινόταν μητέρα και θα τον έκανε παππού,αυτό είχε πραγματική σημασία.
Το θέμα της εγκυμοσύνης της ωστόσο δεν είχε μαθευτεί και σε αυτό βοηθούσε και το γεγονός ότι η Βανέσα δεν είχε πάρει και πολλά κιλά. Είχε φουσκώσει λίγο η κοιλίτσα της, όμως φρόντιζε να φορά φαρδιά ρούχα όταν κυκλοφορούσε στο σπίτι για να το κρύβει. Δεν ήθελε να γνωστοποιηθεί ευρέως ακόμη.
Φυσικά ο Αγγελόπουλος δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του το θέμα του Άλεξ. Τριβέλιζε τις σκέψεις του κάθε μέρα ανελλιπώς και είχε βάλει και πάλι λυτούς και δεμένους για να μάθει πληροφορίες για το που βρίσκεται κρυφά από την κόρη του, όμως μάταια. Στην δεξίωση στο Λονδίνο, δεν υπήρχε καν το όνομά του στην λίστα, χρησιμοποιήσε ψευδώνυμο. Ήταν λες και εξαφανίστηκε για ακόμη μια φορά από προσώπου γης.
Όμως ο θεός αγαπάει τον κλεφτή αλλά αγαπάει και τον νοικοκύρη και ο Αγγελόπουλος πίστευε πως κάποια στιγμή θα τον έβρισκε μπροστά του και τότε καμία δύναμη δεν θα μπορούσε να τον γλιτώσει από τα χέρια του.
Εκείνη η μέρα του Δεκέμβρη είχε ξημερώσει ψυχρή και ο ουρανός ήταν κατάλευκος. Σπάνια χιόνιζε στην Αθήνα και μάλλον αυτά τα Χριστούγεννα δεν θα αποτελούσαν εξαίρεση. Στην έπαυλη του Αγγελόπουλου είχε στηθεί ένα τεράστιο τραπέζι. Ήταν παράδοση να τρώνε κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες όλοι μαζί, οικογενειακά όπως έλεγε και ο ίδιος κι ας μην τους συνέδεαν όλους δεσμούς αίματος.
YOU ARE READING
Πιάσε με αν μπορείς
Romance'' Πάω στοίχημα ότι δεν με έβγαλες από το μυαλό σου χθες το βράδυ'' '' Θα το χάσεις'' του είπε, χωρίς η σιγουριά να χρωματίζει την φωνή της. '' Πες μου Βανέσα, φανταζόσουν σε τι στάσεις θα σε έπαιρνα όλο το βράδυ;'' της είπε με φωνή αισθησιακή. Ο...