8. Πάθος Ψυχής

34 8 0
                                    

Το χιόνι καλυμμένο πάνω από όλη την πόλη. Το κρύο τσουχτερό και επώδυνο, όμως η θέληση της ψυχής ήταν πιο δυνατή. Το άγχος που ένιωθα έκανε το στομάχι μου να πονάει και το σώμα μου να τρέμει, ήξερα πως ίσως τα πράγματα να μην πήγαιναν καλά σε αυτήν την συνάντηση, όμως κάτι μέσα μου έλεγε πως έπρεπε να πιστέψω σε αυτόν.
Φτάνοντας στην λίμνη, είδα τον Στέφαν να στέκεται στην άκρη του δρόμου, παρατηρώντας το κάθε μου βήμα. Το διαπεραστικό του βλέμμα ήταν τόσο έντονο που έκανε την ανάσα μου να κοπεί και την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. Ένοιωθα το αίμα να παγώνει και τα πόδια μου να τρέμουν από την ταραχή που ένιωθα, όμως έπρεπε να τον βοηθήσω, μόνο εγώ μπορούσα.
Φτάνοντας κοντά του, με απόσταση δύο μέτρων, προσπάθησα να αντιμετωπίσω τον οδυνηρό πόνο που είχα στην καρδιά μου, ήξερα πως το σχέδιο μου μπορεί να μην είχε αποτέλεσμα. Ο Στέφαν έκανε ένα βήμα λίγο πιο κοντά μου και είπε :
-Γιατί ήθελες να συναντηθούμε εδώ;
-Εδώ άρχισαν όλα και εδώ θα τελειώσουν! Είπα αποφασισμένη.
-Τι θέλεις από εμένα; Είπε αδιάφορος.
-Ξέρω τι σου συμβαίνει. Είπα γεμάτη πόνο και θλίψη, τον κοίταξα λίγο στα μάτια και του ξανά είπα :
-Ξέρω πως έχω ένα μεγάλο κομμάτι ευθύνης, που δεν είχα καταλάβει πως υποφέρεις τόσα χρόνια, πως κάθε στιγμή σου είναι βάσανο για εσένα. Είπα καθώς προσπαθούσα να αντιληφθώ κάποια συναισθηματική αλλαγή του.
-Κάνεις δεν ξέρει και κάνεις δεν θα μάθει. Είπε με μια μονότονη φωνή, χωρίς ίχνος συναισθήματος.
-Εγώ ξέρω και θέλω να είσαι καλά, μονάχα αυτό, αρκεί να με εμπιστευτείς ξανά, όπως παλιά. Είπα συντετριμμένη.
-Δεν σε έχω ανάγκη, είσαι ένα τίποτα για εμένα, πάψε να ανησυχείς. Ότι είχαμε τελείωσε εκείνη την ημέρα και τώρα το μόνο που θέλω είναι να με αφήσεις.
-Πώς μπορείς να μιλάς έτσι σε εμένα, εγώ που σε αγάπησα όσο τίποτα άλλο, που νύχτες ολόκληρες έκλαιγα στο άκουσμα του ονόματος σου, εγώ που σε έβλεπα να αυτοκαταστέφεσαι μέρα με την ημέρα και μαζί σου έσβηνα και εγώ. Έχασα το είναι μου, το γέλιο μου, την ψυχή μου ολόκληρη και εσύ μου φέρεσαι σαν να ήμουν ένα τίποτα για εσένα, ένα μηδενικό. Είπα καθώς η ψυχή που υπέφερε, μη μπορώντας να κρατήσω την ψυχραιμία μου, αφήνοντας τα δάκρυα μου να κυλήσουν στο πρόσωπο μου. Τον κοίταξα μια τελευταία φορά και άρχισα να βαδίζω προς την λίμνη, εκείνος με κοίταζε και είπε :
-Τι κάνεις τώρα;
-Κάνω αυτό που έπρεπε να είχα κάνει εδώ και καιρό. Είπα γεμάτη απόγνωση και περπάτησα πάνω στον πάγο. Έκλεισα τα μάτια και με δύναμη έσπασα το στρώμα πάγου, με αποτέλεσμα να βυθιστώ μέσα στο παγωμένο νερό.
Βυθισμένη μέσα στην γαλήνη ένιωσα ένα χέρι να με τραβάει έξω από το νερό, ήταν ο Στέφαν που τώρα με κρατούσε στην αγκαλιά του.

THE COLOR OF THE SOULWhere stories live. Discover now