Καθώς περίμενα το λεωφορείο να περάσει από τη στάση, είδα μια γριούλα που καθόταν στο παγκάκι και κάπνιζε. Μαυροφορεμένη, όπως όλες τους η αλήθεια είναι.
Εγώ είχα ξεμείνει από τσιγάρα και αποφάσισα να της κάνω μια τράκα, αφού θα αργούσε το λεωφορείο και δεν είχα πληρωθεί ακόμα. Δεν είχα μία πάνω μου για να πάρω τσιγάρα.
Κάθομαι δίπλα της και τη ρωτάω ευγενικά για ένα τσιγάρο, το οποίο μου προσέφερε απλόχερα. Την ευχαρίστησα και το άναψα.
Ο καπνός τρύπωσε στα πνευμόνια μου όπως το νερό της βροχής τρυπώνει στο χώμα που περιβάλει ένα φυτό και ευφραίνει τις διψασμένες ρίζες του.
Είχα ώρα να καπνίσω και οι πρώτες τζούρες με ζάλισαν. Με έπιασε ένα άσχημο κεφάλι.
Η γριούλα μάλλον το κατάλαβε και με ρώτησε με πείραξε το τσιγάρο.
Όταν απάντησα καταφατικά, έπιασε την τσάντα της, έβγαλε ένα μπουκαλάκι νερό και μου το έδωσε.
"Πάρε εδώ να ξεδιψάσουν τα μέσα σου", μου είπε.
Ήταν ξαφνικό. Δεν το περίμενα.
"Όχι, ευχαριστώ. Κρατήστε το", της είπα.
"Ρε πάρ' το δω", μου λέει.
"Ευχαρίστω καλή κυρά" της λέω.
"Να'σαι καλά ρε βαρύμαγκα", μου λέει.
Όταν μου το πε αυτό, μου βγήκε ένα γέλιο και πήγα να πνιγώ.
"Χριστός", μου λέει.
Υποθέτω πως έπεσα σε ωραία τύπισα.
Είχε γκρίζα μαλλιά, σκρουροπράσινα μάτια και μία ελιά κοντά στα χείλια της.
Την έκοψα από πάνω μέχρι κάτω.
"Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια κυρά. Τους πάτησε το τρένο", της απαντώ.
Γύρισε και με κοίταξε. Με περιεργαζόταν. Να καταλάβει υποθέτω της λογής είμαι.
Μου έδωσε το χέρι της και πιάσαμε τις συστάσεις.
Ήταν γέννημα-θρέμα πειραίωτισα. Είχε ζήσει σε περιοχές όπως η Δραπετσώνα, το Κερατσίνι και η Κοκκινιά όλης της ζωή. Στα νιάτα της είχε περάσει από την Τρούμπα, κάτι που με ξάφνιασε ακόμα πιο πολύ. Εκεί είχε γνωρίσει και τον άντρα της, τον οποίο είχε χάσει πρόσφατα. Γι'αυτό και τα μαύρα.
"Ένας λεβέντης δυο μέτρα ρε. Έπιανε την πέτρα και την έκανε πουρέ. Μόλις έπιανε το ναργιλέ ή το τσιγαριλίκι, τονε τρέμανε όλη στην Τρούμπα και σ' όλο τον Περαία. Και μια μέρα τονε εφέρανε σε εμένα. Δεν τονε δεχόντανε καμία άλλη. Φοβόντουσανε. Αλλά εγώ, ποτές! Την πρώτη φορά που μου 'ρθε, έκατσε δυό ώρες. Την επομένη τρεις. Και ερχόντανε κάθε μέρα μετά. Και μια φορά, έκανε να πάει σ' άλλη και τον κατάλαβα από μακριά. Και τρέχω που λές και τονε προλαβαίνω, πριν μπει μέσα. Κείνος δεν μ' εχε δει. Του βγάζω το καπέλο, γυρνάει και του κόβω ένα χαστούκι μπροστά σ' όλους. Κι όλη η Τρούμπα γύρισε και μας κοιτούσε. Είχανε χεστεί όλοι απάνω τους."
YOU ARE READING
Ιστορίες Του Περαία
Teen FictionΠεριστασιακοί, πόρνες, πρώην μάγκες, ρεμπέτες, γέροι και νέοι, γριούλες και κοπέλες, αστέρια που κρύβονται στα στενά και τους δρόμους του Πειραιά ή, για τους παλιούς, Περαία.