ΘΛΙΒΕΡΑ ΜΑΝΤΑΤΑ

15 0 0
                                    

    Ο Πάτερ Ιωάννης τράβηξε επιτακτικά το σήμαντρο της χάλκινης καμπάνας. Σκοπός του ήταν η προειδοποίηση του οικισμού της «Συκιάς» στους πρόποδες της Γκιώνας. Δυστυχώς το ξέσπασμα του κεραυνού και της εκκωφαντικής βροντής, σε συνδυασμό με το θυελλώδη μένος της καταιγίδας κατάπιαν τους ήχους της. Οι κάτοικοι έτρεξαν πανικόβλητοι στα σπίτια τους. Τα χοντροπάπουτσα τους βούλιαξαν στις λάσπες. Αμπαρώθηκαν, διπλοκλείδωσαν κι ασφάλισαν τα μάνταλα στις θύρες. Τα χείλη τους έψελναν ασταμάτητα προσευχές μήπως και απωθήσουν τις απαστράπτουσες αστραπές να γλιστρήσουν στο εσωτερικό μέσα από τις χαραμάδες των παραθυρόφυλλων. Ήταν μια από εκείνες τις απόκοσμες νύχτες. Τις νύχτες που οι ρηγάδες καρδιοχτυπούν, οι ατρόμητοι κυνηγοί αψηφούν και τα στοιχειά τριγυρνούν στον κόσμο των θνητών. 

«Ανόητοι θνητοί, θλιβεροί στην όψη μα άσχημοι στην ψυχή. Μιασμένοι από τα αμαρτήματα του θανάτου» μια αέρινη συγχορδία αποκρουστικών τονικών διακυμάνσεων όχι μόνο παρέσυρε με ορμή τα πάντα στο πέρασμά της αλλά και προκάλεσε πανικό! Τρομακτικές στριγκλιές, τσιρίδες και ουρλιαχτά έκαναν κάθε μάνα να λυγίσει σφιχταγκαλιάζοντας το τέκνο της. Αναφωνητά θρήνου, αναστεναγμοί πόνου και υπόκωφα βογκητά οδύνης κατακερμάτιζαν τις άμυνες της λογική τους. Τα μηνίγγια τους σφυροκοπούσαν με τον τρόμο να φωλιάζει στην καρδιά τους. Τα βλέφαρα τους απασφαλισμένα μήπως η αόρατη απειλή της φαντασίας τους πάρει σάρκα κι οστά, και ζωντανέψουν οι χειρότεροι εφιάλτες τους!

«Ποθείτε την ευτυχία, μα είστε δέσμιοι των παθών σας. Φθονείτε, μισείτε και καταστρέφετε! Η έπαρση αποκαλείται δύναμη και η αλαζονεία τρόπαιο σας. Απερίσκεπτοι κόλακες η κούφια σάρκα σας είναι η φυλακή σας». Η θερμοκρασία έπεφτε όλο και περισσότερο, ώσπου το πέπλο της παγωνιάς απλώθηκε σαν ομιχλώδες καταχνιά στις πλακόστρωτες αλέες. Τι κι αν οι φλόγες στροβιλίζονταν κι έγλειφαν τους πυρωμένους πλίνθους στο φτωχικό τζάκι της κάθε οικογένειας. Ήταν λες κι οι αλλόκοτες κραυγές με ένα νεύμα τους θα πρόσφεραν απλόχερα τον θάνατο. Το κρύο περόνιαζε το κορμί των κατοίκων. Η ραχοκοκαλιά τους ζάρωσε καθώς ακούστηκε το πρώτο χτύπημα στο ξύλινο παραθυρόφυλλο. Ακολούθησε κι ένα δεύτερο ώσπου στο τρίτο κροτάλισαν όλα μαζί σαν τα χτυπούσε θεριεμένος άνεμος....

888----------------888

     Πώς να ξεστομίσεις την ευλογία που νιώθεις. Την ευτυχία που σε πλημμυρίζει η επιστροφή των αδελφών σου. Βασανισμένες ψυχές, οι οποίες γύρεψαν γαλήνη σε μια χούφτα αγάπης. Μόχθησαν, γεύτηκαν την ηδονή κι άφησαν την τελευταία πνοή μπρος τα μεγαλεπήβολα σχέδια των μικρών που ποθούσαν να γίνουν μεγάλοι. Ένα χάδι της πρόδωσε. Μια λέξη τις πλήγωσε και ένα μαχαίρι τις μάτωσε. Όλες δοκιμάστηκαν, κάποιες απέτυχαν, άλλες πάλι αγκάλιασαν με ταπεινότητα την γη, γεύτηκαν το γάργαρο ύδωρ του ποταμού, και έμπηξαν τα νύχια τους βαθειά στο χώμα, θαύμασαν τα παιχνιδίσματα του φωτός, τα ζωηρά χρώματα των νυχτολούλουδων και τις ευωδιές του δάσους. Χαμογέλασαν και χάρισαν μια θερμή αγκάλη στα πλάσματα που κρύβονταν πίσω από τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων κι τους θάμνους.

     Πώς να ξεστομίσεις στους ανόητους πως την βλέπεις να ηγείται. Ορδή αλλόκοτων πλασμάτων να την ακολουθεί. Να διατάσσει τον κεραυνό και την φθονερή σελήνη. Να αραδιάζει ύβρεις κι κατάρες για τα πάθη των θνητών. Να διέρχεται σιωπηλή μέσα από τις νεφέλες τυλιγμένη με κυανό αρχοντικό μανδύα. Από την κουκούλα της ξεπηδούν καστανές τούφες κι πλαισιώνουν μελιστάλαχτα τα στήθη. Αδύνατο να διακρίνεις τα μάτια της και αυτό γιατί τα μουτζουρωμένα βλέφαρα της αντικρίζουν το έρεβος της ψυχής και το χάος της καταστροφής. Οι ίριδες της,αντικατοπτρίζουν τα άστρα του γαλαξία. Προσεύχεται υπόκωφα για να μην διαταράξει την κοσμική αρμονία. Κωμικοτραγικό σε έναν πλανήτη που αργοπεθαίνει. Ένας λευκός ρούνος κοσμεί τα χείλη της, στην ίδια απόχρωση με το μενταγιόν της από δάκρυα σεληνήτη. Κατέχει την σοφία, την γνώση, την τιμωρία των μωρών, των ανόητων, των δειλών. Απλώνει το χέρι της στο κενό να εναρμονιστεί με τον φόβο των ανθρώπων. Τρέφεται από αυτόν όσο κι αν λαβώνει τα σωθικά της.

Ανεπαίσθητα τα φτερά μιας λευκής κουκουβάγιας προβάλουν. Απαλές πυκνές στρώσεις από πούπουλα καταλήγουν σε δυο λαμπερά μάτια και ακόμη πιο γαμψή μύτη. Προσγειώνεται αθόρυβα στο χέρι της, τα σουβλερά νύχια της πληγώνουν την σάρκα, αλλά δεν την νοιάζει, θα φυτρώσουν πορφυρά άνθη, ίσως μάλιστα κι να μετουσιωθούν σε φολιδωτό ποταμό. Σε ένα τεράστιο φίδι που θα σπείρει τον τρόμο και τον πανικό.

Συνεχίζεται....

Είπα να  γράψω κάτι νέο εδώ.Ίσως να είναι μια συλλογή διηγημάτων. Μπορείτε να με βρείτε κι στο aisthisis.gr  /// VasilikiGB : All rights reserved 22/1/2020  Βασιλική Μπούζα///

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Jan 22, 2020 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Η ΘΥΕΛΛΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝWhere stories live. Discover now