Κεφάλαιο δέκα⏳

90 13 1
                                    

«Δεν θέλω να σε χάσω για πάντα» -Ντάνιελ Ρίτσενστον

  ~ • ~

Η όραση μου καθώς περπατούσα ήταν θολή και δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα. Τα πάντα γύρω μου ήταν σκοτεινά και ομιχλώδεις, ενώ η θερμοκρασία που επικρατούσε ήταν ψυχρή. Το μέρος έμοιαζε εγκατελειμμένο, χωρίς κανένα ίχνος ζωής. Συνέχισα να περπατώ, φωνάζοντας το όνομα του Ρικ και του Τρίσταν αλλά απάντηση δεν πήρα πίσω. Τότε είδα κάτι να τρεμοπαίζει. Πίεσα τα βλέφαρα μου μεταξύ τους και κατάφερα έτσι να ξεχωρίσω μια διαφανής λάμψη.

Βάδισα προς αυτήν και γονάτισα στο ανώμαλο και βραχώδεις έδαφος, αγγίζοντας την λαμπερή επιφάνεια. Ένιωσα το υγρό να μουσκεύει τα ακροδάχτυλα μου συνειδητοποιώντας πως ήταν νερό. Δίχως κανέναν δισταγμό έριξα μια άφθονη ποσότητα στο πρόσωπο μου, τρίβοντας καλά τα μάτια μου έτσι ώστε να δω πιο καθαρά. Ευτυχώς για εμένα καθάρισαν αμέσως και η όραση μου επέστρεψε στα φυσιολογικά της. Ένα κύμα ανακούφισης με διαπέρασε την στιγμή εκείνη αλλά δεν κράτησε για πολύ. Με το που έστρεψα την προσοχή μου προς τα πίσω, με υποδέχτηκε ένας άντρας δίχως πρόσωπο.

«Ωχ όχι» ξεφύσηξα φοβισμένη ενώ σύρθηκα προς τα πίσω

Το πλάσμα ανάσαινε βαριά ενώ με πλησίασε απειλητικά. Τέντωσε το χέρι του προς τα μαλλιά μου και μεμιάς άρπαξε μια από τις τούφες, χρησιμοποιώντας την για να με σύρει. Βόγκηξα ελαφρώς προσπαθώντας να απελευθερωθώ από το κράτημα του αλλά ήταν μάταιο. Έσφιξε την λαβή του και συνέχισε να με τραβά προς ένα κτίσμα που έμοιαζε με κάστρο φτιαγμένο από πέτρες.

«Άφησε με» γρύλισα αλλά απάντηση δεν πήρα «Άφησε με είπα!» Συνέχισα

Έπειτα έγειρα το κορμί μου προς την αριστερή πλευρά και κλώτσησα με δύναμη το πίσω μέρος των γονάτων του. Έπεσε στο έδαφος με ένα δυνατό γδούπο κάνοντας τον να με ελευθερώσει. Εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία που μου δόθηκε και άρχισα να τρέχω προς τα εκεί από όπου και ήρθα. Τώρα που η όραση μου ήταν καθαρή, μπορούσα και έβλεπα τα μαύρα δένδρα και το γκρίζο σε χρώμα γεμάτο πέτρες έδαφος. Το μέρος ήταν γεμάτο με ομίχλη, καθιστώντας την εύρεση της εξόδου, αδύνατη.

Έτριψα τα μάτια μου ξανά, και κάρφωσα το βλέμμα μου στο σημείο από όπου και μπήκαμε, ανακαλύπτοντας επιτέλους ένα μικρό, λαμπερό άνοιγμα. Χαμογέλασα ελαφρώς και βάδισα προς τα εκεί. Ωστόσο λίγο πριν το φτάσω, κάποιος με σήκωσε ψηλά και με πέταξε με δύναμη σε έναν από τους βράχους. Αγκομάχησα από τον πόνο καθώς ένιωθα κάποια από τα κόκαλα της πλάτης μου να σπάνε. Παρόλο που είμαι βρικόλακας, χρειαζόμουν τουλάχιστον δέκα λεπτά για να αναπλάθουν τα τραύματα. Τότε ο άντρας έσκυψε από επάνω μου και έμπηξε τα νύχια του στο δέρμα μου.

Χάβεργκορτ: Η επιστροφήWhere stories live. Discover now