Ήταν Φεβρουάριος. Κι ένα πρωινό διαφορετικό από όλα τα πρωινά που είχε περάσει η Ελένη. Τρία ολόκληρα χρόνια, από τότε που έμαθε πως μόλις έκλεινε τα δεκαοχτώ θα μπορούσε να ζητήσει από το Ληξιαρχείο όλα τα στοιχεία για την υιοθεσία της, δεν έκανε τίποτα άλλο από το να περιμένει αυτό το πρωινό. Το προηγούμενο βράδυ ήταν ταραγμένη και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Διάβαζε και ξανά διάβαζε το νόμο για τις υιοθεσίες. Κατά διαστήματα, υπογράμμιζε με κόκκινο στύλο τα σημεία που την ενδιέφεραν. Ένα πράγμα σκεφτόταν συνεχώς: Τα επιχειρήματα που θα χρησιμοποιούσε, αν οι υπεύθυνοι του Ληξιαρχείου δεν την εξυπηρετούσαν. Μετά πάσχιζε να κυριαρχήσει στην αγωνία της, ώσπου ξημέρωσε. Σηκώθηκε και ντύθηκε σιωπηλά. Το τζιν παντελόνι την έσφιγγε δυνατά στη μέση. Το λευκό πουκάμισο της με τα μακριά μανίκια έκλεινε στο λαιμό. Έπιασε τα μαύρα μαλλιά της μ'ενα λαστιχάκι και φόρεσε τα αθλητικά της παπούτσια. Δεν βάφτηκε. Άνοιξε απαλά την πόρτα της κρεβατοκάμαράς της και βάδισε ανάλαφρα στο διάδρομο. Οι γονείς της έμεναν στο κρεβάτι ως τις εννέα. Κοίταξε έξω. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος. Δεν θα αργούσε να ξεσπάσει μπόρα. Πήρε από το σαλονι το μαύρο μπουφάν και τη σπαστη ομπρέλα της και την έβαλε στην τσάντα της. Κατηφόρισε προς την κεντρική πλατεία από ένα στενό τσιμεντοστρωμένο δρομάκι, με αραιά σπίτια στις πλευρές του. Ήταν καινουρια διώροφα κτίρια, με πέτρινους μαντρότοιχους και κάγκελα στα παράθυρα. Μια ώρα αργότερα, βρέθηκε στο Ληξιαρχείο. Περπάτησε τη μακρόστενη αίθουσα και πλησίασε το τζαμενιο χώρισμα. Εκεί αντιμετώπιζε τώρα το ερευνητικό βλέμμα της υπαλλήλου με τα γκρίζα μαλλιά.
-«Καλημέρα σας», της είπε
-«Καλημέρα πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» απάντησε η γυναίκα.
Η κοπέλα την κοίταξε κατάματα. Τα σχιστά μάτια της ήταν θλιμμένα.
- «Ονομάζομαι Ελένη Π. και είμαι υιοθετημένη», της είπε με σιγανή φωνή.
Κόμπιασε λίγο και ύστερα συνέχισε
-«Οι βιολογικοί μου γονείς ειναη άγνωστοι. Γνωρίζω μόνο πως η φυσική μου μητέρα είναι Κινέζα. Χτες έκλεισα τα δεκαοχτώ. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τα χαρτιά της υιοθεσίας μου».
- «Αν είσαι δεκαοχτώ, έχεις αυτό το δικαίωμα», συμφώνησε η γυναίκα και της ζήτησε την ταυτότητα της.
Η Ελένη προσπαθούσε τώρα να κρύψει την ταραχή της και έσφιγγε με δύναμη τα χείλη της. Η υπάλληλος όμως είδε το τρέμουλο στα χέρια της, όταν της έδινε την αστυνομική της ταυτότητα.
- «Γεννήθηκες το 1995 δυο μήνες ακριβώς μετά το γιο μου. Είκοσι Φεβρουαρίου», της είπε με την πιο τρυφερή φωνή της.
Όσο η γυναίκα ασχολιόταν με τα στοιχεία της ταυτότητας, η κοπέλα ένιωσε να ιδρώνει.
- «Με τρώει η αγωνία να δω το φακελο της υιοθεσίας μου», είπε με σβησμένη φωνή.
Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι της και την κοίταξε καλά-καλά
- «Σε καταλαβαίνω. Είναι τρομερή η στιγμή που το υιοθετημένο παιδί μαθαίνει για τους φυσικούς του γονείς», της απάντησε η γυναίκα.
Η Ελένη έδειχνε να μη δίνει σημασία στα λόγια της. Ωστόσο η γυναίκα συνέχιζε την κουβέντα.
- «Είπες πως η βιολογική σου μητέρα είναι Κινέζα, αλλά μιλας άψογα τη γλώσσα μας, που την εμαθες;», ρώτησε ξαφνιασμένη η υπάλληλος.
- «Την γλώσσα μου, θέλετε να πείτε. Οι θετοί μου γονείς είναι Έλληνες. Μεγάλωσα στην Αθήνα και είμαι φοιτήτρια ψυχολογίας»,την ενημέρωσε.
Η υπαλληλος τελείωσε τον έλεγχο της ταυτότητας και σηκώθηκε αργά-αργά, σπρώχνοντας προς τα πίσω το κάθισμα της. Πήρε μια αίτηση και την έδωσε στην ελένη να τη συμπληρώσει. Εκείνη κάθισε σ'ενα τραπέζι και άρχισε να γράφει.
Όνομα πατρος: Αχιλλέας
Όνομα μητρός: Νεφέλη
Επώνυμο: Π.
Στο Ληξιαρχείο δεν είχε ξεκινήσει ακόμη η πολλή δουλειά. Μόνο δυο γυναίκες, με μαύρα ρούχα και αμήχανα πρόσωπα, ήταν όρθιες στο διπλανό γραφείο. Θα πρέπει να δήλωναν το θάνατο της μητέρας τους, γιατί άκουγαν από την προϊσταμενη:
- «Θερμά συλληπητήρια. Μάνα είναι μόνο μια».
Λίγα λεπτά αργότερα η Ελένη πλησίασε την υπάλληλο και της έδωσε συμπληρωμένη την αίτηση. Εκείνη όμως ήθελε οπωσδήποτε κουβέντα.
- «Πότε έμαθες ότι είσαι υιοθετημένη;», τη ρώτησε, καθώς ρουφούσε τον καφέ της.
- «Από μικρό παιδί. Θα με βοηθήσετε σας παρακαλώ;», της απάντησε απότομα, για να σταματήσει τη συζήτηση.
Η γυναίκα την κοίταξε με κατανόηση. Σκέφτηκε πως, πράγματι, δεν ήταν ώρα για κουβέντα. Εκείνη τη στιγμή ήρθαν στο μυαλό της όλα τα υιοθετημένα παιδιά, που είχαν περάσει κατά καιρούς από το Ληξιαρχείο, αναζητώντας τους βιολογικούς τους γονείς. Τα ένωνε ένα κοινό γνώρισμα: Δεν ήθελαν να συζητήσουν για τη ζωή τους.
- «Περίμενε», είπε στην κοπέλα και κατευθύνθηκε προς το αρχείο.
Όρθια στη μέση του γραφείου, η Ελένη ένιωθε μέσα της ένα τρεμούλιασμα ανυπομονησίας. Θυμήθηκε πως πριν από δυο χρόνια την είχε πιάσει για άλλη μια φορά η ακατανίκητη επιθυμία να βρει τη φυσική της μητέρα. Δεν ήθελε να πληγώσει τους γονείς της και ξεκίνησε μόνη της την έρευνα. Ένα παγωμένο χειμωνιάτικο πρωινό, μπήκε στο αστυνομικό τμήμα. Το χολ στο ισόγειο του κτιρίου ήταν άδειο από κόσμο.
- «Μη βγάλεις τα παλτό σου. Δεν έχουμε θέρμανση», την είχε προειδοποιήσει ο νεαρός φρουρός.
Ο Αστυνόμος, ένας άντρας γύρω στα σαράντα, με πλακουτσοτη μύτη,
- «Ποιος είναι ο λόγος της επίσκεψης σου», την ρώτησε.
- «Είμαι υιοθετημένη και ψάχνω να βρω τη μητέρα μου», του απάντησε.
Εκείνος έσμιξε για λίγο τα φρύδια.
- «Από πότε έχει εξαφανιστεί;», την ξανά ρώτησε.
- «Δεν τη γνώρισα ποτέ», του αποκρίθηκε σαστισμένη.
- «Λάθος πόρτα χτύπησες, δεν είχες ποτέ τη μητέρα σου, άρα δεν την έχασες και ποτέ», της είπε με αυστηρό ύφος.
Η συζήτηση τελείωσε εκεί.
- «Αν έχεις κλείσει τα δεκαοχτώ, πήγαινε στο Ληξιαρχείο να ψάξεις. Αν είσαι μικρότερη, τότε μα ρωτήσεις αυτούς που σε υιοθέτησαν», την συμβούλεψε ο Αστυνόμος.
Βγήκε από το γραφείο του ταραγμένη. Όπως απομακρυνόταν στον παγωμένο διάδρομο, άκουσε τα τελευταία του λόγια:
- «Πρώτα θα ψάξεις να τη βρεις. Μετά, άμα χαθεί, θα περιμένεις να περάσουν είκοσι τέσσερις ώρες για να το καταγγείλεις. Τότε θα την αναζητήσουμε. Αυτό λέει ο Νόμος και δεν είναι στο χέρι μου να τον αλλάξω».
Όση ώρα η Ελένη σκεφτόταν τον Αστυνόμο, η υπάλληλος ήταν χωμένη ανάμεσα στα ράφια του αρχείου και ξεφύλλιζε το βιβλίο με τις ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεων. Κάποια στιγμή το δάχτυλο της σταμάτησε σ'ενα όνομα
- «Αχιλλέας Π.» , μουρμούρισε.
Στο περιθώριο, σημειωμένος με κόκκινο στύλο, ήταν ο αριθμός της δικαστικής απόφασης για την υιοθεσία. Τον αντέγραψε σ'ενα χαρτί, έκλεισε το βιβλίο και ξαναγύρισε στο γραφείο της.
- «Μην ανησυχείς, βρέθηκε η απόφαση, αλλά θα την πάρεις από το αρχείο του Δικαστηρίου, μαζί με τα υπόλοιπα χαρτιά», είπε στην κοπέλα, που την κοιτούσε με αγωνία.
- «Θα μου τα δώσουν;», ρώτησε η Ελένη.
- «Είναι υποχρεωμένοι από το νόμο», της απάντησε η γυναίκα.
Έδειχνε σίγουρη πως το επιχείρημά της ήταν καταλυτικό. Σε ελάχιστα όμως δευτερόλεπτα άλλαξα γνωμη. Της έκανε νόημα να περιμένει, σήκωσε το τηλέφωνο, σχημάτισε έναν αριθμό και μίλησε με φωνή που μόλις ακουγόταν. Όταν τελείωσε την κουβέντα, γύρισε και της είπε:
- «Σε μιαμιση ώρα θα σε περιμένει στο δικαστήριο ο δικηγόρος του Δήμου, ο κ. Στάθης. Θα σε βοηθήσει. Ο νόμος είναι ξεκάθαρος, αλλά ποτέ κανεις δεν ξέρει».
- « Σήμερα έκανα το πιο δύσκολο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου», είπε αντί για αποχαιρετισμό η Ελένη και άπλωσε το χέρι της στην υπάλληλο.
- «Ειλικρινά, νόμιζα πως δεν θα τα κατάφερνα και θα γύριζα στο σπίτι χωρίς αποτέλεσμα. Νιώθω τυχερή που βρεθήκατε στο δρόμο μου», συνέχισε.
Ήταν φανερά συγκινημένη. Η υπάλληλος της χαμογέλασε ικανοποιημένη.
- «Δεν έκανα τίποτα περισσότερο από τη δουλειά μου. Μακάρι να βρεις τους γονείς σου.», της απάντησε.
Της έσφιξε το χέρι και το κράτησε σφιχτά για αρκετά δευτερόλεπτα. Υστερα την κοίταζε καθώς απομακρυνόταν, ώσπου την έχασε από τα μάτια της.
YOU ARE READING
Το μυστικό της τρίτης σελίδας
Non-FictionΗ Ελένη είναι μια δεκαοχτάχρονη Κινεζα, που υιοθετήθηκε από Έλληνες γονεία όταν ήταν τριών μηνών. Μεγάλωσε στην Αθήνα. Σε πολύ μικρή ηλικία έμαθε πως ήταν υιοθετημένη. Βίωσε το συναίσθημα της εγκατάλειψης από τους φυσικούς της γονείς και ταλαντεύτηκ...