Άτιτλο κεφάλαιο 1

114 31 39
                                    

Όμορφη, σαν τον χειμώνα.

Κάποτε, σε ένα όμορφο δάσος, ζούσαν τρεις αδελφές. Κατοικούσαν σε ένα ξύλινο σπιτάκι. Η μια η αδελφή, έμοιαζε με το καλοκαίρι. Είχε υπέροχα, ξανθά μαλλιά στο χρώμα του ήλιου και γαλάζια μάτια, στο χρώμα της θάλασσας. Το πρόσωπο της ήταν όμορφο και θύμιζε καλοκαιρινές μέρες. Η άλλη αδελφή ήταν όμορφη σαν την άνοιξη. Είχε πράσινα, μεγάλα μάτια, καστανά μαλλιά και το δέρμα της ήταν απαλό. Έμοιαζε με την ανοιξιάτικη εποχή. Η τρίτη αδελφή, έμοιαζε με την βαρυχειμωνιά. Τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα και δεν ήταν απαλά σαν το μετάξι. Το δέρμα της ήταν χλομό και δεν ήταν όμορφη όπως οι αδελφές της. Το καλοκαίρι και η άνοιξη όλη την ημέρα ήταν μπροστά στον καθρέφτη και χτενιζόντουσαν. Θαύμαζαν την ομορφιά τους, χαχάνιζαν και συμφωνούσαν μεταξύ τους ότι ομορφιά σαν την δική τους δεν υπάρχει πουθενά. Ο χειμώνας όμως δεν κοιταζόταν στον καθρέφτη γιατί απογοητευόταν από το θέαμα. Έτσι έκανε άλλα πράγματα για να περνάει η μέρα της. Καθάριζε το σπίτι, μαγείρευε, πήγαινε κάθε μέρα ως το πηγάδι και έφερνε νερό, περιποιόταν τα φυτά, και ζύμωνε ψωμί για να έχουν φρέσκο κάθε μέρα. Είχε συνηθίσει το ότι εκείνη ποτέ δεν θα ήταν πανέμορφη, όπως οι αδελφές της, και αυτό τώρα πια δεν την ενοχλούσε.

Μια μέρα χτύπησε η ξύλινη πόρτα και ο χειμώνας την άνοιξε. Αντίκρισε ένα όμορφο παλικάρι, με ωραία, αρχοντικά ρούχα. Πίσω από το παλικάρι, ήταν ένας άλλος άντρας με πιο ταπεινά ρούχα. <<Είμαι ο πρίγκιπας του γειτονικού βασιλείου>> είπε ο όμορφος άντρας. <<Με τον ακόλουθο μου πήγαμε για κυνήγι και απομακρυνθήκαμε πολύ από το βασίλειο. Ζητώ φιλοξενία>>. Ο πρίγκιπας υποκλίθηκε και η καρδιά της κοπέλας χτύπησε δυνατά από την ομορφιά του. Αμέσως μόλις άκουσαν οι αδελφές της ότι ήταν πρίγκιπας, έτρεξαν στην πόρτα και την άνοιξαν  διάπλατα. <<Μα, και φυσικά μπορείτε να μείνετε εδώ!>> είπε η άνοιξη και τον έπιασε από το ένα μπράτσο. <<Και το ρωτάτε;>> είπε το καλοκαίρι και τον έπιασε από το άλλο μπράτσο. Έτσι, τον οδήγησαν μέσα στο ξύλινο σπιτάκι. Ο ακόλουθος του πρίγκιπα υποκλίθηκε στον χειμώνα και μπήκε και εκείνος μέσα. Το καλοκαίρι και η άνοιξη θέλησαν τον πρίγκιπα για άντρα τους και προσπαθούσαν να τον κερδίσει η μια από την άλλη. Άρχισαν να μαλώνουν για εκείνον, όταν δεν ήταν μπροστά και τώρα πια τις χώριζε, αυτό που κάποτε τις έδενε. Δηλαδή η ομορφιά τους. Ο πρίγκιπας αποφάσισε να μείνει εκεί κάποιες  μέρες και όλες τους δέχτηκαν με χαρά αυτή την απόφαση.  Ο χειμώνας για αρκετές μέρες μετά, καθάριζε, μαγείρευε και δεν σήκωνε τα μάτια της πάνω στον πρίγκιπα, που με τόσο μανία οι αδελφές της προσπαθούσαν να κερδίσουν. Ο χειμώνας δεν μπορούσα να τις συναγωνιστεί. Όμως της ήρθε μια ιδέα για να κερδίσει εκείνη τον πρίγκιπα. Ήξερε καλά πως μέσα στο δάσος υπάρχει μια μικρή, μαγική λιμνούλα. Εκεί έμενε μια νεράιδα που της είπε  κάποτε ότι θα της πραγματοποιείσαι μια ευχή.Είχε έρθει η ώρα να κάνει την ευχή της.  Έτσι ο χειμώνας πήγε τρέχοντας στη λίμνη και κάλεσε την νεράιδα. Εκείνη ξεπρόβαλε από την λίμνη και την ρώτησε με ευγενική φωνή, τι θέλει. <<Θέλω να μου πραγματοποιήσεις την ευχή που μου είχες πει>> απάντησε ο χειμώνας. <<Σε ακούω. Πια είναι η ευχή σου;>> είπε η νεράιδα. <<Θέλω να με κάνεις όμορφη σαν τις αδελφές μου>> είπε ο χειμώνας. <<Είσαι σίγουρη γι' αυτό;>>. <<Είναι το μόνο που θέλω>> απάντησε η κοπέλα. Η νεράιδα κούνησε λίγο το ραβδί της. <<Έγινε>> είπε. <<Είμαι όμορφη;>> ρώτησε ο χειμώνας. <<Όμορφη, σαν τις αδελφές σου, όπως ακριβώς ευχήθηκες>> αποκρίθηκε η νεράιδα. Ο χειμώνας προσπάθησε να βρει καθρέφτη για να δει πως έγινε, μα που να βρει καθρέφτη μέσα στο δάσος; Προσπάθησε να καθρεφτιστεί στην επιφάνεια της λίμνης, μα τα νερά ήταν ζωηρά και δεν μπορούσε να δει πως ήταν. <<Στο σπίτι έχει καθρέφτη>> σκέφτηκε ο χειμώνας και άρχισε να πηγαίνει προς το σπίτι γεμάτη περιέργεια για το πως είναι τώρα πια. Μόλις έφτασε σπίτι και μπήκε μέσα αντίκρισε τον πρίγκιπα, τις αδελφές της και τον ακόλουθο του πρίγκιπα. Όλοι την κοιτούσαν με ορθάνοιχτα μάτια. Ο χειμώνας σκέφτηκε ότι τώρα πρέπει να είναι πολύ όμορφη για να την κοιτάνε έτσι, με ανοιχτό το στόμα, εκείνη όμως ακόμα δεν είχε δει πως ήταν. Μπήκε στο δωμάτιο που μέσα ήταν ο μεγάλος καθρέφτης και τον πλησίασε αργά, γεμάτη αγωνία. Έκλεισε τα μάτια της σφιχτά και όταν υπολόγισε ότι ήταν μπροστά στον καθρέφτη, άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε το είδωλο της κατάματα. Αυτό που αντίκρισε... ήταν ένα κακάσχημο πλάσμα. Ήταν άσχημη, πιο άσχημη από κάθε άλλη φορά. Τα μαλλιά της ήταν άσχημα σαν άχυρα, το πρόσωπο της ήταν μέσα στις κρεατοελιές και τα πεταχτά, μαύρα, δόντια της έβγαιναν έξω από τα σκασμένα χείλια της. Οι αδελφές της μόλις ξεπέρασαν το σοκ, άρχισαν να γελάνε ευχαριστημένες με το πόσο άσχημη έδειχνε η αδελφή τους. Ο πρίγκιπας έσκυψε το κεφάλι του αηδιασμένος για να μην την βλέπει και μόνο ο ακόλουθος του δεν είπε απόλυτος τίποτα. Συνέχισαν οι αδελφές της να γελάνε με κακία και ο χειμώνας σκέπασε το παραμορφωμένο πρόσωπο της στις χούφτες της και άρχισε να τρέχει μακριά για να μην την βλέπουν. Έτρεχε μέσα στο δάσος με κρυμμένο το πρόσωπο της και έκλαιγε δυνατά. Πήγε τρέχοντας στην λίμνη και άρχισε να φωνάζει την νεράιδα. Η νεράιδα βγήκε έξω από την λίμνη και την κοίταξε. <<Τι θα ήθελες;>> την ρώτησε. <<Είμαι άσχημη! Με έκανες ένα τέρας! Κοίταξε με! Είμαι πολύ πιο άσχημη! Είμαι ένα τέρας! Γιατί το έκανες αυτό;>> ρώτησε ο χειμώνας κλαίγοντας. <<Εγώ απλά σου πραγματοποίησα την ευχή>> αποκρίθηκε η νεράιδα. <<Δεν ευχήθηκα εγώ να με κάνεις τέρας>> είπε ο χειμώνας. <<Ευχήθηκες όμως να σε κάνω όμορφη όπως οι αδελφές σου. Αυτό ακριβώς έκανα. Μόνο που οι αδελφές σου δεν είναι όμορφες. Σε έκανα όπως εκείνες, μόνο που δεν έβαλα το ωραίο περιτύλιγμα για να δεις πως είναι στην πραγματικότητα. Οι αδελφές σου είναι κακές, ζηλιάρες, εγωιστριες και ρηχές. Το μόνο που κάνουν είναι να κοιτιούνται στον καθρέφτη όλη μέρα. Κοίταξε τον εαυτό σου χειμώνα. Έτσι είναι εκείνες, έτσι θέλεις να είσαι και εσύ; Οι ομορφιά τους και τα νιάτα τους δεν θα κρατήσουν για πάντα. Αν στηρίζονται μόνο στην ομορφιά τους, σύντομα δεν θα έχουν τίποτα. Κοίταξε τον εαυτό σου>>. Τα νερά της λίμνης καθάρισαν και ηρέμησαν και ο χειμώνας μπόρεσε να δει άλλη μια φορά καθαρά το είδωλο της εκεί πάνω. Ήταν τόσο άσχημη. <<Δεν πρέπει να είσαι έτσι μέσα σου χειμώνα, για να είσαι όμορφη εξωτερικά. Πες μου, μήπως ξανά σκέφτηκες την ευχή σου και θέλεις να την αλλάξεις;>> την ρώτησε η νεράιδα. <<Ναι. Την ξανά σκέφτηκα>> αποκρίθηκε ο χειμώνας. <<Θέλω να με κάνεις έτσι όπως ήμουν. Όμορφη η άσχημη, θέλω να γίνω όπως γεννήθηκα>>. Η νεράιδα χαμογέλασε και με ένα κούνημα του ραβδιού της, έκανε την κοπέλα όπως ήταν παλιά. Ο χειμώνας άρχισε να περπατάει μέσα στο δάσος για να φτάσει στο σπιτάκι της. Σκεφτόταν την αγάπη που ένιωθε για τον πρίγκιπα. Εκείνος πως να ήταν άραγε μέσα του; Να ήταν όμορφος η άσχημος; Εντυπωσιασμένη από την ομορφιά του, τον αγάπησε και δεν πρόλαβε καν να τον γνωρίσει και να καταλάβει αν ήταν καλός. Ξαφνικά, εκεί που πλησίαζε στο σπιτάκι, είδε τον πρίγκιπα να προσπαθεί να κρυφτεί ανάμεσα στα δέντρα του δάσους. <<Πρίγκιπα; Τι κάνετε εδώ;>> τον ρώτησε ο χειμώνας. <<Κρύβομαι από τις αδελφές σου. Συνέχεια με ρωτάνε πόσα δωμάτια έχει το παλάτι μου, πόσους μάγειρες έχω και πόσες μοδίστρες για να τις ράψει φορέματα αντάξια της ομορφιάς τους. Με κούρασαν και το έσκασα για να κρυφτό από εκείνες>> είπε ο πρίγκιπας. <<Όλες εκείνες οι ελιές που είχες και τα δόντια, έφυγαν>>. <<Ναι. Ευτυχώς>> είπε ο χειμώνας. <<Αυτά τα νόστιμα φαγητά που τρώω εσύ τα μαγειρεύεις;>> την ρώτησε ο πρίγκιπας. <<Μάλιστα>> αποκρίθηκε η κοπέλα. <<Δεν έχω ξανά φάει πιο νόστιμα φαγητά>> της είπε και άρχισαν να περπατάνε μαζί για τον ξύλινο σπιτάκι. <<Σας ευχαριστώ πολύ πρίγκιπα>> απάντησε η κοπέλα.

Μετά από κάποιες μέρες ο πρίγκιπας είπε στις τρεις αδελφές ότι θα έφευγε και θα γυρνούσε στο παλάτι του. <<Θα έρθει όμως μαζί μου κάποια από εσάς και θα μείνει στο παλάτι>> είπε ο πρίγκιπας. Η άνοιξη και το καλοκαίρι άρχισαν να μαλώνουν. <<Εμένα θα πάρεις μαζί σου! Εμένα!>> φώναξε η άνοιξη. <<Όχι! Εμένα θα πάρεις!>> φώναξε το καλοκαίρι. <<Θα πάρω μαζί μου τον χειμώνα>> αποκρίθηκε ο πρίγκιπας και οι δύο αδελφές έμειναν έκπληκτες. <<Δεν μπορείς να διαλέξεις αυτή την ασχημομούρα από εμάς>> είπε το καλοκαίρι και η άνοιξη σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της και έγνεψε καταφατικά. Ο χειμώνας δεν ήξερε τι να πει. Παρόλο που είχε κολακευτεί πολύ, δεν ένιωθε το ίδιο για τον πρίγκιπα. <<Θέλω να έρθεις μαζί μου χειμώνα και να μου μαγειρεύεις. Φαγητά σαν τα δικά σου δεν έχω φάει πουθενά>> της είπε ο πρίγκιπας. <<Θέλετε να έρθω μαζί σας για να σας υπηρετώ;>> ρώτησε ο χειμώνας. <<Ναι>> αποκρίθηκε ο πρίγκιπας. <<Χα χα χα!>> γέλασαν ο άνοιξη και το καλοκαίρι. <<Για υπηρέτρια την θέλει>> είπε η μία. <<Ε, φυσικά. Γιατί άλλο να την ήθελα;>> είπε η άλλη και συνέχισαν να χαχανίζουν και οι δύο μαζί. <<Πως τολμάτε;!>> φώναξε ξαφνικά ο ακόλουθος του πρίγκιπα, που ο χειμώνας τον άκουγε πρώτη φορά να μιλάει. <<Πως είναι δυνατόν να της λες να έρθει μαζί σου σαν υπηρέτρια; Την αγάπη που έχει μέσα της δεν την έχεις δει; Την ευγένεια της ψυχής της δεν την είδες; Την ομορφιά της;>>. <<Πια ομορφιά; Τυφλός είσαι;>> γέλασαν οι δύο οι αδελφές. <<Τυφλός είναι ο καημένος>>. <<Ο χειμώνας είναι πολύ πιο όμορφη από εσάς, και μόνο ένας τυφλός δεν μπορεί να το δει αυτό>> είπε ο ακόλουθος. <<Και επειδή εγώ χειμώνα δεν είμαι τυφλός, θα ήθελα να με παντρευτείς. Μπορεί να μην μπορώ να σε κάνω βασιλίδα σε παλάτι, αλλά θα είσαι βασίλισσα στο σπίτι που θα χτίσω εγώ ο ίδιος για εμάς. Σου το ορκίζομαι πως θα σε αγαπάω όπως σου αξίζει>>. Η κοπέλα κοιτούσε το ακόλουθο. <<Αλήθεια με βρίσκεις όμορφη;>> τον ρώτησε ο χειμώνας. <<Πάρα πολύ. Θα με παντρευτείς;>> την ρώτησε ο ακόλουθος.

Ο χειμώνας δέχτηκε. Παντρεύτηκαν και ο ακόλουθος έχτισε ένα πέτρινο σπίτι στο δάσος για εκείνος και την γυναίκα του. Αργότερα απέκτησαν και ένα όμορφο κοριτσάκι. Έζησαν πάρα πολλά, ευτυχισμένα χρόνια μαζί, γεμάτα αγάπη και αληθινή, εσωτερική ομορφιά. Το καλοκαίρι και η άνοιξη συνέχισαν να μένουν στο ξύλινο σπιτάκι τους και δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Αναγκάστηκαν να μάθουν να κάνουν δουλειές, γιατί για πολλά χρόνια τα έκανε όλα μόνη της ο χειμώνας. Η ομορφιά τους με τα χρόνια έσβησε και έμεινε μόνο η μια να κατηγορεί την άλλη γιατί δεν άφησε να τυλίξει καμιά με την ησυχία της τον πρίγκιπα για να μην ζούνε την μοναχική ζωή που είχαν κερδίσει. Ο χειμώνας έμαθε στην κόρη της να αγαπάει και άλλα πράγματα, εκτός από την ομορφιά της και να αναπτύξει και άλλες αρετές. Η κόρη της έγινε μια καλή και όμορφη κοπέλα.

Τέλος.

Όμορφη, σαν τον χειμώνα.Where stories live. Discover now