Μια παλιά ιστορία

333 32 8
                                    

Η μυρωδιά τυλιγόταν στον αέρα του δωματίου και έφτανε στα ρουθούνια της , θυμίζοντας της πως εκεί έξω η ζωή από τα τριαντάφυλλα ήταν μια διαφορετική, ξεχωριστή ύπαρξη.
"Σκέψου πώς θα ήταν αν ήσουν ελεύθερη"παρότρυνε τη φαντασία της να δει τον εαυτό της με τα πιο απλά ρούχα που μπορούσε να φανταστεί,με απλά σανδάλια και τα μαλλιά πιασμένα σε μια χαλαρή κοτσίδα να παίζει με την άμμο της παραλίας ενώ δίπλα της ο Αλέξης θα ήταν ξαπλωμένος σε μια λεπτή ψάθα και θα της διάβαζε κάποιο βιβλίο του Ξενόπουλου..
Οι ονειροπολήσεις της δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο, συχνά ήταν ο μόνο ς τρόπος να ξεφύγει από όσα την βασάνιζαν σαν δερμάτινη λουρίδα πάνω στην ευαίσθητη καρδιά της.
Τις τελευταίες ημέρες είχε προστεθεί στο σενάριο του ονείρου της και ο Αλέξης που ήδη είχε φτάσει στο σπίτι για να κάνει το πρώτο μάθημα με τη Δόμνα.
Δεν είχε καταφέρει να βρει ούτε μία τόση δα ευκαιρία να τον συναντήσει όπως τις προάλλες που η συνάντηση τους ήταν σύντομη αλλά ο,τι ακριβώς χρειαζόταν η Μαρία για να μπορεί να τον προσθέσει στα έργα της φαντασίας της σαν πρωταγωνιστή που την βοηθούσε να ελπίζει.
Δυστυχώς όμως στο πρώτο του μάθημα με την αδερφή της όλα έμοιαζαν να έχουν συνωμοτήσει για να μην υπάρξει κανενός είδους συνάντηση μεταξύ τους.Όταν εκείνος είχε φτάσει, εκείνη έκανε μπάνιο, πεσμένη σαν μελαγχολική ηρωίδα στη μεγάλη μαρμάρινη μπανιέρα με τα χρυσά πόδια που βρισκόταν στο λουτρό του ξενώνα. Το δωμάτιο, άγνωστο γιατί, είχε εξαιρετική μόνωση και όταν βρισκόσουν ανάμεσα στα μαρμάρινα τείχη του φτιαγμένα από εξαιρετικής ποιότητας υλικό, ήταν σχεδόν σαν να βρισκόσουν σε κάποιο μοναχικό καταφύγιο αποκλειστικά παρέα με τις σκέψεις σου.
Προς μεγάλη της δυσαρέσκεια όταν πλέον άλλαξε και αφού χτένισε τα μαλλιά της με μια χτένα από ελεφαντόδοντο που της είχε δωρίσει ο Παύλος,η μητέρα της κατέφτασε στο δωμάτιο της και την πληροφόρησε πως ο προγυμναστής της Δόμνας είχε ήδη φτάσει. Βρισκόταν πλέον στο γραφείο του επάνω ορόφου μαζί με τη μαθήτρια του οπότε καλό θα ήταν να μην έκανε θόρυβο καθώς η ώρα ήταν ήδη τέτοια που στο σπίτι επικρατούσε η φούρια του προσωπικού που ετοίμαζε το τραπέζι για μεσημεριανό και η διάθεση της οικοδέσποινας να κυκλοφορεί και να ελέγχει τις ετοιμασίες .
Η Μαρία φουρκίστηκε και προσπάθησε να κρατήσει την απογοήτευση της μακριά από το πρόσωπο της που από τότε που ήταν μικρή, τη πρόδιδε καθώς καθρέφτιζε κάθε της συναίσθημα και διάθεση.
"Θα διαρκέσει για πολύ το μάθημα; Έλεγα να πάρω τη Δόμνα και να βγούμε μια μικρή βόλτα για περπάτημα" εξήγησε στη μητέρα της επινοώντας στα γρήγορα ένα μικρό ψέμα για να μάθει περισσότερα από τη μητέρα της.
"Βόλτα; Οι δύο σας κοπέλες της παντρειάς κι εσύ μάλιστα με αρραβωνιαστικό; Γιατί πάντα πρέπει να κάνεις το αντίθετο από αυτό που θα έλεγε κάθε λογικός άνθρωπος;"η μητέρα της πήρε πάλι το ύφος της γυναίκας που είχε κουραστεί να προσπαθεί να λύσει ένα μυστήριο που αρνιόταν να της αποκαλυφθεί.
"Όταν αναφερόμαστε σε κάθε λογικό άνθρωπο, εννοούμε βέβαια εσένα μητέρα, σωστά;"
"Γιατί δε μπορείς απλά να είσαι σαν τη Δόμνα που τα κάνει όλα σωστά;"η φωνή της μητέρας της ακουγόταν κουρασμένη καθώς επαναλάμβανε κάτι που είχε συζητηθεί πίσω στο σπίτι τους ξανά και ξανά.
"Γιατί είμαι η Μαρία.Αν ήμουν η Δόμνα θα έκανα όσα κάνει εκείνη.Δυστυχώς για εσένα μητέρα, είμαι μια άλλη γυναίκα με άλλη προσωπικότητα.."
"Χαμήλωσε τη φωνή σου,δε χρειάζεται να ακούσει και ο ξένος άνθρωπος και μετά να μας συζητάει όλο το χωριό"
"Δε νομίζω πώς θα το έλεγε ποτέ παραέξω..Δε φαίνεται τέτοιος τύπος" ένιωσε την ανάγκη να υπερασπιστεί τον Αλέξη με κίνδυνο να αναγνωρίσει η μητέρα της τη λάμψη που είχε στα μάτια της όταν μιλούσε για εκείνον.
"Το θέμα είναι να μην φωνάζεις.Δε θα βασιστώ στην καλή διάθεση του κάθε δασκαλάκου για το αν θα αποφασίσει να μας κουτσομπολέψει ή όχι.Ασε δηλαδή που το βασικό μου πρόβλημα είναι εκείνη η μέγαιρα η πεθερά σου.Έχεις δει πως μας κοιτάζει;Αν μπορούσε θα μας πέταγε έξω κλωτσηδόν"
Η Μαρία δε βρήκε τι να σχολιάσει πάνω σε αυτό.Ναι βέβαια είχε δει στις γραμμές του προσώπου της ,τη προσπάθεια της να κρατήσει τα προσχήματα και να συμπεριφερθεί όσο το δυνατόν πιο τυπικά παρά την διαφαινόμενη αντιπάθεια που γλίστραγε κάτω από τις λέξεις σαν επικίνδυνο χαλί.
"Εδώ που τα λέμε, προικοθήρες είμαστε,δεν θα απορούσα και αν τελικά της προκαλούμε αηδία"απάντησε κουνώντας αδιάφορα τους ώμους σαν να εξηγούσε ένα απόλυτα λογικό συμπέρασμα , ένα μαθηματικό αποτέλεσμα.
"Σταμάτα να μιλάς έτσι.. Πόσες φορές στο έχω πει πως δεν είναι κουβέντες αυτές για μια κοπέλα της ανατροφής σου και της ηλικίας σου" η μητέρα της σηκώθηκε ταραγμένη από τη καρέκλα με το κάθισμα από ιταλική, ανάγλυφη στόφα .
"Εντάξει..Δεν μπορώ άλλο να προσπαθώ να εξηγήσω αυτό που  σκέφτομαι.. Αλλά πες μου αυτό που σε ρώτησα εξ αρχής: πόση ώρα θα κάνουν μάθημα;"
"Θα κάνουν μάθημα μέχρι τις 2 λίγο πριν σερβιριστεί το γεύμα.Το σημερινό ήταν έκτακτο γιατί έχουμε προσκληθεί το απόγευμα για καφέ στο σπίτι του νοματάρχη οπότε η Δόμνα δε μπορούσε το απόγευμα.."
"Οπότε έχουν ώρα ακόμη.. Εντάξει δε θα τη περιμένω.. Θα βγω μόνη μου μια βόλτα" πέταξε αδιάφορα λες και δε γνώριζε ήδη πόσο θα εξαγρίωνε αυτό την μητέρα της.
Εκείνη δε μίλησε για μια στιγμή, όσο οι λέξεις κρέμονταν πάνω από το κεφάλι τους σαν ένα σύννεφο που ετοιμαζόταν να ξεσπάσει.
Η Μαρία ένιωσε μια σουβλιά στον  καρπό της  καθώς πρόλαβε να δει τη μητέρα της να την γραπώνει σαν ζωντανή μέγγενη και να την αγριοκοιτάζει σαν να προσπαθούσε να την αφοπλίσει με το βλέμμα της.
"Θέλω να τα σταματήσεις αυτά τα παιχνιδάκια γιατί θα τα τινάξεις όλα στον αέρα.Ο Παύλος είναι τρελός για σένα, ένας Θεός ξέρει γιατί, και το μόνο που κάνεις είναι να φέρεσαι σαν κακομαθημένο παιδί "
"Με αναγκάσαμε να παντρευτώ έναν άντρα που δεν θέλω μόνο και μόνο για να συνεχίσετε να ζείτε πλουσιοπάροχα και να μην μπείτε στη διαδικασία να αλλάξετε το τρόπο ζωής σας.Δε θα σας αφήσω να μου δώσετε άλλες εντολές.Αρκετά μέχρι εδώ.Θα πάω βόλτα και θα κάνω και ο, τι άλλο θελήσω από εδώ και πέρα αφού σύρθηκα μέχρι εδώ σχεδόν με το ζόρι.Και τώρα άφησε μου το χέρι γιατί θα αρχίσω να φωνάζω και σίγουρα δε θα ήθελες να μάθουν οι συμπέθεροι τι πραγματικά συμβαίνει εδώ πέρα"
Η μητέρα της κατέβασε το χέρι της και η Σοφία ένιωσε τον καρπό της να χαλαρώνει από το σφίξιμο.
"Όλα αυτά γίνονται για το καλό σου.Θα το καταλάβεις όταν περάσουν τα χρόνια και αντιληφθείς πόσο σημαντικό είναι να  ζεις με ασφάλεια και άνεση.Τι θα έκανες αν βρισκόσουν ξαφνικά στο δρόμο δίχως φράγκο, μπορείς να μου πεις;"
"Μπορεί να σου φανεί απίστευτο αλλά υπάρχει κάτι μητέρα, που λέγεται δουλειά.. Πολλοί άνθρωποι το κάνουν ξέρεις, ίσως θα μπορούσα να το δοκιμάσω κι εγώ", απάντησε ειρωνικά και κατευθύνθηκε προς τη τουαλέτα στη γωνία τού δωματίου για να φτιάξει τα μαλλιά της και να ρίξει μια ματιά στο είδωλο της λίγο πριν φύγει από το σπίτι.
"Τι θα κάνουμε με σένα τέλος πάντων.."γκρίνιαξε η φωνή της μητέρας της  και η Μαρία έπαιρνε θέση στο σκαμπό μπροστά στο καθρέφτη και της γύριζε τη πλάτη.
"Υπομονή, μέχρι να με ξεφορτωθείτε και να ζήσετε από τα λεφτά του άντρα μου" την αποστόμωσε η Μαρία που ταχτοποιούσε μερικά τσουλούφια δήθεν ανέμελη αλλά μόνο εκείνη μπορούσε να αντιληφθεί πόσο γρήγορα το καρδιοχτύπι της έφτανε να δονεί σχεδόν το αριστερό της στήθος και το σφίξιμο που είχε στο λαιμό της να τη δυσκολεύει στο να μιλήσει ψύχραιμα και χωρίς να βάλει τα κλάματα.
Δε γύρισε να ξανακοιτάξει τη μητέρα της αλλά συνέχισε να παριστάνει πως η περιποίηση των μαλλιών και των προσώπου της ήταν το πιο ενδιαφέρον πράγμα με το οποίο μπορούσε να ασχοληθεί μια τέτοια ηλιόλουστη μέρα.
Στη πραγματικότητα δεκάρα δεν έδινε αν μερικές τρίχες πέταγαν στο μέτωπο της απείθαρχες ή αν κυκλοφορούσε χωρίς πούδρα μέσα στο σπίτι και όταν άκουσε τη πόρτα του δωματίου πίσω της να κλείνει, παράτησε τα καλλυντικά της σκόρπια πάνω στο λευκό, φρεσκοβερνικωμένο, ξύλινο έπιπλο και πετάχτηκε με μιας σαν ελατήριο που το είχαν αφήσει να πεταχθεί προς την αρχική του θέση.
Περίμενε με το πόμολο στη πόρτα σαν τον κλέφτη που παραφυλάει για τη κατάλληλη στιγμή ώστε να τρυπώσει στο στόχο του και όταν πέρασαν λίγα λεπτά, γύρισε το χρυσό πόμολο της βαριάς πόρτας και βγήκε και πάλι στον διάδρομο.
Ένα ελαφρύ, ανατολίτικο χαλί σε απαλή κιτρινωπή απόχρωση είχε στρωθεί κατά μήκος του καλογυαλισμένου παρκέ και καθώς το ύφασμα απορροφούσε τον ήχο των βημάτων της, έφτασε σιγανά μπροστά στη πόρτα του γραφείου και κόλλησε το αυτί της στο ένα φύλλο της.
Ευχόταν να μη βγει κανείς στον διάδρομο γιατί σίγουρα θα παρουσίαζε ένα πολύ παράξενο θέαμα,με το φόρεμα της και το μικρό της τσαντάκι, σκυμμένη να προσπαθεί να κρυφακούσει το μάθημα που έκαναν η αδερφή της και ο δάσκαλος της ,την ώρα που εκείνη θα έπρεπε απλώς να παριστάνει τη χαρούμενη αρραβωνιαστικιά στο πλευρό του Παύλου.
Άκουσε για λίγο τη φωνή του να εξηγεί στη Δόμνα την εισαγωγή στο κείμενο του Θουκυδίδη για τον Επιτάφιο του και η φωνή της Δόμνας κελαρυστή να απαντάει σε κάπως ανάλαφρο τόνο, έχοντας αποκτήσει ήδη μια μικρή άνεση με τον Αλέξη που της επέτρεπε να του μιλήσει σχεδόν σάν νά ήταν ένα συνομήλικο της αγόρι.Ένιωσε ένα κύμα ζήλιας να σκορπάει πάνω της τα δηλητηριώδη νερά του  και σκέφτηκε πως η ζωή ήταν γεμάτη αδικίες , αυτό τουλάχιστον της είχε αποδείξει μέχρι τώρα.
Η ίδια έπρεπε να προστατεύσει το καλό όνομα της οικογένειας και να θυσιάσει τη ζωή της για να μην χρειαστεί να ζήσουν ένα σοκ αξεπέραστο τόσο οι γονείς της όσο και η Δόμνα.Εκείνη όμως ήταν κλεισμένη στο γραφείο με την άδεια των γονιών της και κανείς δε χρειαζόταν να τους επιτηρήσει.Η μητέρα της παρά τα τόσα σχέδια της έμοιαζε να μη μπορεί καν να διανοηθεί πως οι κόρες της θα έριχναν τα μάτια τους σε έναν φτωχό δάσκαλο.Αυτό σήμαινε αυτή η έλλειψη αστυνόμευσης εκ μέρους της .Στο μυαλό της ο Αλέξης ήταν ένας ακίνδυνος δασκαλάκος και σαν ένα άλλο είδος που δε θα ζευγάρωνε ποτέ με τα κορίτσια της.
Άκουσε έναν θόρυβο από τον κάτω όροφο και σαν να συνήλθε από τη μανία της να συνεχίσει να ακούει τη φωνή του, σηκώθηκε πάλι όρθια, ταχτοποίησε το φόρεμα της και πήρε το δρόμο για τη σκάλα.
Στο κάτω όροφο η Βασιλική προσπαθούσε να οργανώσει το γεύμα και μάλωνε την Ειρήνη ξανά και ξανά που είχε σερβίρει τα φαγητά στα καθημερινά τους σερβίτσια ενώ είχε δώσει εντολή να βγουν τα σερβίτσια που είχε φέρει τα περασμένα Χριστούγεννα από την Αυστρία όπου είχαν ταξιδέψει μαζί με την οικογένεια Βρεττάκου , τους οικογενειακούς τους φίλους από την Αθήνα.
Το μάτι της έπιασε τη λεπτή φιγούρα της Μαρίας να γλιστράει στα κλεφτά από το τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας και άφησε για λίγο την Ειρήνη που είχε βγει από τη κουζίνα και ξεφυσούσε κουβαλώντας τις κούτες με τα σερβίτσια από το υπόγειο.
"Θα βγεις βόλτα καλή μου;" ρώτησε προσπαθώντας να κάνει τη φωνή της όσο το δυνατόν πιο μειλίχια αλλά ποτέ το "καλή μου"δεν ακούστηκε τόσο απειλητικό.
"Ναι , αποφάσισα πως θα ήθελα να ρίξω μια ματιά στο βιβλιοπωλείο της πλατείας.Χρειάζομαι μερικά καινούργια βιβλία και σκέφτηκα πως θα ήταν μια ωραία ευκαιρία για περπάτημα " η Σοφία μίλησε και αυτή με τη πιο γλυκιά φωνή της ενώ μέσα της,τα έβαζε με τον εαυτό της που δεν περίμενε μια κατάλληλη στιγμή για να περάσει από τη σκάλα.
"Περπάτημα με τέτοιο ήλιο;Θα τσουρουφλιστεί το λευκό σου δέρμα και θα μετά θα μοιάζεις με τις αγρότισσες που περιποιούνται τα περιβόλια, πάνω στο λόφο.. Άλλωστε βιβλία έχει ένα σωρό ο Λεωνίδας στη βιβλιοθήκη, είσαι ελεύθερη να ψάξεις και να διαβάσεις όσα θες"
"Ελεύθερη..Τι αστεία που ακούστηκε η λέξη από τα χείλη της,σαν να μιλάει για ελευθερία ο δεσμοφύλακας σου" σκέφτηκε η Μαρία αλλά ήξερε πως εκείνη θα έβγαινε όσο και αν προσπαθούσαν όλοι να τη κρατήσουν μέσα στο σπίτι λευκή και ξεκούραστη σαν παρθένα σε ανατολίτικο χαρέμι.
"Θα προσέξω τον ήλιο.Άλλωστε και στη Θεσσαλονίκη έχει ήλιο,δεν τον βλέπω για πρώτη φορά.. Αλλά χρειάζομαι να βγω μια μικρή βόλτα.Θα είμαι πίσω για το γεύμα" χαμογέλασε αθώα στην μέλλουσα πεθερά της ενώ ανάμεσα τους παιζόταν ήδη ένα παιχνίδι κυριαρχίας.Ποια θα κατάφερνε τελικά να λυγίσει την άλλη;
Κάτι πήγε να απαντήσει η Βασιλική αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε σαν από μηχανής Θεός,η Ειρήνη με ένα κουτί πορσελάνινα πατάκια και ρώτησε την κυρία της αν ήθελε να τα τοποθετήσει κι αυτά στο τραπέζι του γεύματος.
Όσο η Βασιλική τη κατσάδιαζε  που τις διέκοψε,η Μαρία βρήκε ευκαιρία να οπισθοχωρήσει σιγανά και αθόρυβα για να φτάσει στη κεντρική πόρτα του αρχοντικού και να βγει έξω σαν κυνηγημένο αγρίμι.
Καθώς διέσχιζε το μονοπάτι του κήπου και απολάμβανε τις ευωδιές που σκορπούσε ο περιποιημένος κήπος του δημάρχου, είχε αρχίσει ήδη να καταστρώνει το σχέδιο της για να μπορέσει να συναντηθεί με τον Αλέξη την ώρα που εκείνος θα σχόλαγε  και θα έπαιρνε τον δρόμο του γυρισμού για το σπίτι του.Αλλα μέχρι εκείνη την ώρα,η Μαρία είχε μπόλικο χρόνο στη διάθεσή της για ξόδεμα και το βιβλιοπωλείο της πλατείας με τα ασβεστομένα παραθυρόφυλλα και τη μικρή βιτρίνα, της υποσχόταν πως θα περνούσε όμορφα στο χάρτινο βασίλειο του.

Καλησπέρα,τι κάνετε; Ναι έχουμε και άλλο νέο κεφάλαιο γιατί όπως σας είπα έχω χρόνο πλέον και έχουμε κάνει μια βουτιά στο παρελθόν για να μάθουμε όσο το δυνατόν περισσότερα για τη σχέση της Μαρίας και του Αλέξη.Πως σας φαίνεται η εξέλιξη της ιστορίας;Το πάω αργά όπως σας είπα γιατί προσπαθώ να του δώσω τη μορφή βιβλίου.Αν σας άρεσε το κεφάλαιο, πείτε μου γνώμες και εννοείται εκτιμάω κάθε αστεράκι! Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο, φιλάκια!!!!

Τα φτερά του έρωτα Donde viven las historias. Descúbrelo ahora