Η Μαρία βάδιζε στην οδό Πανοράματος σαν σε όνειρο..Ούτε που θυμόταν λίγη ώρα μετά πως είχε προσπεράσει τα επιβλητικά πλατάνια που σχημάτιζαν μια πράσινη ομπρέλα σε όλη την ευθεία της οδού Πανοράματος ή πως είχε αφήσει πίσω της τα εντυπωσιακά αρχοντικά του νομοτάρχη και του γιατρού.Τα νεόδμητα κτίρια έστεκαν υπερήφανα στις αυλές τους με τους περιποιημένους κήπους, περιμένοντας υπομονετικά να τραβήξουν τα βλέμματα των περαστικών με τη τέχνη της κατασκευής τους και την εξώφθαλμη πολυτέλεια που έμοιαζε και λίγο παράταιρη μέσα στην απλότητα του φυσικού τοπίου.
Η Μαρία δεν είχε το νου της σε αυτά ούτε και την απασχολούσε η διάθεση των εκάστοτε αρχόντων να δαπανούν πακτωλό χρημάτων απλώς για να επιδεικνύονται και να ξεχωρίζουν από τους συμπολίτες τους που δεν είχαν δει ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα τέτοιες περιουσίες.
Το κορίτσι υπολόγιζε πόση ώρα περίπου περπατούσε μέχρι που έφτασε στη μικρή πλατεία του χωριού όπου βρισκόταν το λιτό τετράγωνο κτίσμα που φιλοξενούσε το βιβλιοπωλείο του χωριού.Κράτησε το χρόνο στο μυαλό της και μπήκε στο βιβλιοπωλείο με διάθεση να περάσει την ώρα της ώστε να γυρίσει τη κατάλληλη στιγμή και να περιμένει κρυμμένη κάπου στην οδό Πανοράματος μέχρι να τελειώσει το μάθημα του Αλέξη και να τον δει να βγαίνει από το πατρικό του Παύλου.
Το βιβλιοπωλείο ήταν ένα λιτό δωμάτιο όπου πάνω σε ξύλινα ράφια δουλεμένα στο χέρι, μπορούσε κανείς να βρει απλωμένα μερικά φημισμένα βιβλία της Παγκόσμιας λογοτεχνίας τα περισσότερα από τα οποία η βιβλιοφάγος Μαρία είχε ήδη διαβάσει όταν βρισκόταν ακόμη πίσω στη Θεσσαλονίκη.
Στο ταμείο που στην ουσία ήταν επίσης ένας ξύλινος πάγκος με μια καρέκλα που έδειχνε ξεχαρβαλωμένη, καθόταν μια γυναίκα ίσως λίγο μεγαλύτερη της με ένα φόρεμα φαρδύ και άκομψο σαν σακί από λινάτσα και μαλλιά φλογάτα που σε έκαναν να ξεχάσεις την άχαρη ενδυμασία της.
"Καλησπέρα σας" μουρμούρισε η Μαρία διστακτική για το αν τελικά έπρεπε να μπει στο ήσυχο κατάστημα και να αναγκαστεί ίσως να υποστεί ανάκριση από τη ντόπια που σίγουρα θα είχε διάθεση να την ανακρίνει για να μάθει όλα τα σχετικά με τον αρραβώνα της και το ταξίδι τους στο νησί.
"Γεια σου" την χαιρέτησε η νεαρή γυναίκα απλά και σήκωσε τα όμορφα πράσινα μάτια της για να την προσέξει καλύτερα.
"Χρειάζεσαι κάποιο βιβλίο;Να σε βοηθήσω;"η φωνή της ήταν βαθιά φιλική και η Μαρία ένιωσε να τη πλημμυρίζει μια έντονη διάθεση να μιλήσει με την άγνωστη που εξέπεμπε ένα κύμα φωτός.
"Στη πραγματικότητα ήρθα να ρίξω μια ματιά στα βιβλία χωρίς να ξέρω αν θα πάρω κάποιο.. Απλώς με εντυπωσίασε πως βρήκα ένα βιβλιοπωλείο σε ένα τόσο μικρό μέρος και σκέφτηκα πως θα ήθελα να ρίξω μια ματιά.Ελπίζω να μη πειράζει"η Μαρία ήταν αμήχανη και έψαχνε με δυσκολία τις λέξεις.Συνήθως δεν ήταν έτσι, μπορούσε να δείχνει κοινωνική και κεφάτη όταν ήταν καλοδιάθετη.Αυτό μόνο όταν βρισκόταν με τα άτομα που η μητέρα της αποκαλούσε "του κύκλου τους" .Είχε συνηθίσει να ακούει χωρίς ποτέ στην ουσία να δίνει σημασία στο τι τελικά ξεστόμιζαν τα μπογιατισμένα , γυναικεία χείλη και συχνά υιοθετούσε ένα ύφος κατανόησης που έδινε την εντύπωση πως εστίαζε όλη της την προσοχή σε όσα της εκμυστηρευόταν η συνομιλήτριά της.Ποτέ όμως δεν μπορούσε να φερθεί με φυσικότητα όταν βρισκόταν στο χώρο με φυσιολογικούς ανθρώπους-όσους δηλαδή δε θα ενέκρινε ποτέ η μητέρα της για συντροφιά.Έτσι και τώρα ένιωσε ανόητη και εγωκεντρική που είχε εξ αρχής θεωρήσει δεδομένο πως η όμορφη άγνωστη θα καιγόταν να μάθει όσα αφορούσαν εκείνη και την επίσκεψη της στο νησί.
"Πολλοί μου το λένε.. Όσοι έρχονται από τις μεγάλες πόλεις δε το πιστεύουν πως βρίσκουν ένα βιβλιοπωλείο σε ένα χωριό σαν το δικό μας.. Ξέρετε αγαπώ πολύ τα βιβλία και όταν πήρα μια μικρή κληρονομιά , η πρώτη μου σκέψη ήταν να ανοίξω αυτό το μαγαζάκι..Όχι πως ήταν εύκολο.."κατέβασε το κεφάλι σαν να την ενοχλούσε να θυμάται εκείνη την εποχή που πρωτοέφτιαξε τούτο το χώρο.
"Δεν ξέρω από αυτά αλλά σίγουρα δε θα είναι εύκολο να ανοίξεις μια επιχείρηση από το μηδέν.. Ειδικά σε ένα μικρό χωριό,σε ένα νησί μακριά από τα μεγάλα κέντρα"
"Ειδικά αν είσαι γυναίκα, δε λες..."συμπλήρωσε η νεαρή κοκκινομάλλα με πίκρα που άφηνε να φανερωθεί πως είχε δυσκολευτεί πολύ να σταθεί στα πόδια της και να κουλαντρίσει το βιβλιοπωλείο.
"Είναι πιο δύσκολο για μια γυναίκα, σωστά;"ρώτησε η Μαρία και μεμιάς η ντροπή για την άγνοια της την τύλιξε σαν σφιχτός κορσές γύρω από το κορμί της.
Εκείνη η γυναίκα απέναντι της ,θα ήταν δε θα ήταν 6-7 χρόνια μεγαλύτερη της και έδειχνε τόσο ψημένη στη ζωή και στα στραπάτσα της που φανερωνόταν μπροστά σου πιο δυνατή και ξύπνια από ο,τι ισως ήταν πρίν της συμβούν όλα αυτά.Η Σοφία μπορούσε να αντιληφθεί πόσο υπολειπόταν σε εμπειρία και σπιρτάδα.Ηταν ένα κακομαθημένο παιδί μπροστά στη νεαρή βιβλιοπώλη.
Γέλασε η γυναίκα σαν να είχε ακούσει κάτι αστείο και μπόρεσε με το γρήγορο μάτι της να μετρήσει το κορίτσι που είχε απέναντι της.. Όμορφη, μάλλον πλούσια και καλομαθημένη χωρίς γνώση του κόσμου και της αληθινής ζωής.. Μέσα της δεν ήξερε η Ελπίδα αν έπρεπε να την θαυμάσει ή να τη λυπηθεί.
"Γούστο έχεις... Εσύ τι λες;Να μου δώσανε βραβείο που γυναίκα πράμα αντί να πάρω τη κληρονομιά των γονιών μου και να τη μοστραρω σε κάποιον άντρα, πήγα να γίνω επιχειρηματίας;
"Είστε ανύπαντρη;"μόνο τότε η Μαρί α συνειδητοποίησε πως το μαγαζί ανήκε αποκλειστικά στη γυναίκα που είχε μπροστά της.Η Μαρία ένιωσε το θαυμασμό της να μεγαλώνει για τη νεαρή επιχειρηματία ενώ γιγαντώθηκε η ντροπή της για την ίδια που δεν είχε καταφέρει τίποτα άλλο στη ζωή της παρά να δεσμευτεί με έναν άντρα που δεν μπορούσε ούτε καν να ανεχθεί για να χρηματοδοτήσει την τρυφηλή ζωή της ξεπεσμένης οικογένειας της.
"Είμαστε , είμαστε.."γέλασε η Ελπίδα με τις τυπικότητα της Μαρίας που της φάνηκαν κάπως πομπώδης και κωμικές αλλά δεν το ανέφερε από τακτ.Και βλέποντας το κορίτσι να την κοιτάει μπερδεμένο, συνέχισε:
"Είμαι η Ελπίδα..Και μπορείς να μου μιλάς στον ενικό"
"Χάρηκα Ελπίδα.. Εγώ είμαι η Μαρία" συστήθηκε η Μαρία και ένιωσε λίγο πιο άνετα τώρα που η Ελπίδα της είχε συστηθεί και μπορούσε να της μιλάει στον ενικό χωρίς φιοριτούρες.
"Μαντεύω πώς δεν είσαι ντόπια.. Καλά βέβαια από το χωριό δεν είσαι σίγουρα, θα σε γνώριζα.. Αλλά δε ξέρω δα και όλο το νησί"
Η Μαρία πλημμύρισε από ανακούφιση όταν άκουσε τα λόγια της Ελπίδας.Πίστευε πως όλο το χωριό δε θα είχε άλλη κουβέντα παρά τους αρραβώνες του Παύλου και το ταξίδι της και ακόμη κι αν υπήρχε ένα ψήγμα αλήθειας σε αυτή τη υπόθεση, την ενθάρρυνε πως υπήρχαν και άνθρωποι που δεν έδειχναν να νοιάζονται και ιδιαίτερα για τι συνέβαινε στο σπίτι του καθενός.
"Όχι δεν είμαι από εδώ.. Έχω έρθει από τη Θεσσαλονίκη"μουρμούρισε η Μαρία που σαν να δείλιαζε να φανερώσει το λόγο που την είχε φέρει στο νησί.
"Ναι τώρα που το λες, κατάλαβα ποια είσαι..Είσαι εκείνο το κορίτσι που αρραβωνιάστηκε τον γιο του δημάρχου" είπε η Ελπίδα χωρίς να κρύβεται στη φωνή της το ελάχιστο ενδιαφέρον για αυτή την είδηση
Η Μαρία πήρε ένα αμυντικό ύφος και πήρε στάση αναμονής περιμένοντας να ακούσει την Ελπίδα να της κάνει κάποια αδιάκριτη ερώτηση για να μάθει περισσότερα για τη σχέση της με τον Παύλο.
"Ναι εγώ είμαι.. Βλέπω η φήμη μου προηγείται" απάντησε δήθεν γελώντας ψεύτικα χωρίς το γέλιο να φτάνει στα μάτια της.
Η Ελπίδα δε γέλασε και ούτε φάνηκε να προσέχει ίδιαίτερα πως η Μαρία έμοιαζε πιο κουμπωμένη.
"Σου αρέσει το διάβασμα;"πέταξε η βιβλιοπώλης στα ξαφνικά αλλάζοντας κουβέντα, ξαφνιάζοντας ευχάριστα και τη Μαρία.
"Μα είναι να ρωτάς;Δεν έχω αφήσει βιβλίο για βιβλίο.Οι φίλες μου με φωνάζουν βιβλιοφάγο" απάντησε ενθουσιασμένα η Μαρία και περπάτησε λίγο ανάμεσα στα ξύλινα ντουλάπια , χαϊδεύοντας τις ράχες από τα γυαλιστερά εξώφυλλα.
"Και εμένα με μαγεύουν.. Κάθε φορά, κάθε βιβλίο είναι ένα ταξίδι.. Αυτή την εποχή διαβάζω τις αδερφές Bronte.Εχεις διαβάσει κάποιο έργο τους;
"Όχι δε νομίζω.Βεβαια τις γνωρίζω αλλά δεν έχω διαβάσει κάποιο βιβλίο τους.."εξήγησε η Μαρία και πήρε στα χέρια της το βαρύ βιβλίο της Charlotte Bronte με τίτλο "Jane Eyre".Το εξώφυλλο ήταν σαν ζωγραφισμένο στο χέρι με πολύ αφηρημένες πινελιές σαν να είχε ετοιμαστεί από κάποιον ιμπρεσιονιστή ζωγράφο.Μια αφηρημένη φιγούρα με ροζ απόχρωσεις έμοιαζε να είναι η πρωταγωνίστρια.Ήταν με διάφορα το πιο όμορφο εξώφυλλο που είχε δει στη ζωή της.
"Δεν είναι πανέμορφη έκδοση; Είναι ένας μικρός εκδοτικός με έδρα το Ναύπλιο..Η σύζυγος του εκδότη είναι ζωγράφος και φτιάχνει εκείνη τα εξώφυλλα.Κυκλοφορούν ελάχιστα,σαν συλλεκτικά" εξήγησε η Ελπίδα και πρόσεξε τον θαυμασμό με τον οποίο κοίταζε το νεαρό κορίτσι το βιβλίο.
Η Μαρία ευχαρίστησε τον εαυτό της και που είχε πάρει φεύγοντας λίγα λεφτά από το πορτοφόλι της και έτσι μπορούσε να αγοράσει αυτό το έργο τέχνης.
"Θα το πάρω ,να δω και περί τίνος πρόκειται" απάντησε και έδωσε το βιβλίο στην Ελπίδα για να το πακετάρει ενώ εκείνη έβγαζε από το τσαντάκι της , μερικά λεφτά και τα άφηνε πάνω στο ταμείο.
"Είναι για μια ορφανή κοπέλα που τραβάει τα πάνδεινα μέχρι να βάλει σε τάξη τη ζωή της" η Ελπίδα έσκασε ένα χαμόγελο καθώς ετοίμαζε το πακέτο.
"Θα σου πω όταν το διαβάσω.."πρόσθεσε η Μαρία που είχε συμπαθήσει την Ελπίδα και ήλπιζε να τα ξαναπούνε και ίσως και να γίνουν φίλες.
"Ναι θα περιμένω.. Αλλά να σου πω,να περάσεις κι άλλη φορά να τα λέμε και να σου ψήσω και καφέ..Ο αρραβωνιαστικός μου δουλεύει όλη μέρα στη Χώρα και εγώ παρέα ψάχνω"
Η Μαρία της υποσχέθηκε πως θα περνούσε πολύ σύντομα να την ξαναδεί και αφού χαιρέτησε τη νέα της γνωριμία, πήρε το πακέτο της και βγήκε στο δρόμο της επιστροφής..Δεν είχε μείνει πολύ ώρα στο βιβλιοπωλείο αλλά ο ήλιος έμοιαζε να καίει παραπάνω καθώς περπατούσε στο εκτεθειμένο μονοπάτι μέχρι την οδό Πανοράματος, που δεν είχε σκιά για δείγμα.
Περπατούσε βιαστικά γιατί είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου και είχε ξεχάσει να ρωτήσει την Ελπίδα τι ώρα ήταν όταν έκανε να φύγει από το βιβλιοπωλείο.Μέσα της ευχήθηκε να είχε προλάβει τον Αλέξη πριν φύγει και έβαλε φτερά στα πόδια της μέχρι που έφτασε πάλι στον γνώριμο δρόμο και στάθηκε λίγο πριν φτάσει στο σημείο που άρχιζαν να εμφανίζονται τα αρχοντικά του χωριού.Στο πλάι του δρόμου υπήρχαν τα μεγάλα πλατάνια που τώρα της φάνταζαν με πολύτιμους συντρόφους , έτσι που της πρόσφεραν καταφύγιο.Χώθηκε πίσω από ένα που ο κορμός του την έκρυβε εντελώς και κάθισε στο χώμα χωρίς να τη νοιάζει αν θα λερωθούν το φόρεμα της ή τα παπούτσια της.
Τα μάτια της τα είχε στο δρόμο μήπως δει τον Αλέξη να φαίνεται από μακριά και προλάβει να πεταχτεί δήθεν τυχαία στο δρόμο του. Απολαμβανε τα τιτιβίσματα των πουλιών που σαν να σε συγχρονισμένο χορό, μπλέκονταν μέσα στα φύλλα των πλατάνων για να χορτάσουν φαγητό,να βρουν λίγο απάγκιο ή απλώς να χασομερήσουν.
Τα χωράφια πιο πέρα από όσο έφτανε το μάτι της άστραφταν χρυσαφιά και ξερά κάτω από το ισχυρό φως του ήλιου που συνέχιζε να σκορπάει δίχως οίκτο τη λάβρα του.
Η Μαρία έβγαλε το μαντηλάκι της και σφούγγιξε το ιδρωμένο της πρόσωπο που είχε καψώσει παρά τη σκιά του πλατάνου και ευχήθηκε να εμφανιστεί ο Αλέξης σύντομα γιατί θα γινόταν ψητή αν αργούσε λίγο παραπάνω.
Αφηρημένη συνέχισε να μένει ακουμπισμένη στο κορμί του πλατάνου και να ρίχνει ματιές στον δρόμο μέχρι που από την αντίθετη κατεύθυνση εμφανίστηκαν δύο φιγούρες που η μία τουλάχιστον της φάνηκε γνωστή.Πράγματι όταν ήρθαν πιο κοντά και η Μαρία μπόρεσε να τους δει καλύτερα, αναγνώρισε τον Παύλο που κρατούσε από το χέρι μια άγνωστη γυναίκα. Ήταν μεγαλύτερη της σίγουρα,θα μπορούσε να είναι κοντά στα τριάντα αλλά η Μαρία όφειλε να παραδεχτεί πως ίσως ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχε αντικρίσει ποτέ στη ζωή της.Μάτια γαλάζια και ξανθά μαλλιά με λυγερόκορμη σιλουέτα , θύμιζε περισσότερο Ευρωπαία της Σκανδιναβίας και λιγότερο Ελληνίδα.Μα τι γύρευε εδώ στην άκρη του δρόμου να κρατιέται με τον Παύλο στα κρυφά;
Μέχρι να δώσει τη προφανή απάντηση στον εαυτό της,η Μαρία είδε τον αρραβωνιαστικό της να τραβάει τη γυναίκα μέσα στο δασάκι που εκτεινόταν πιο πέρα από τα πλατάνια και να τη φιλάει παθιασμένα καθώς προσπαθούσαν να χαθούν στο εσωτερικό του δάσους και να μείνουν αφανείς από ανθρώπου μάτι.
Η Μαρία παρέμεινε κοκκαλωμένη στη θέση της φοβούμενη πως θα την ανακάλυπταν και μέσα στη τρέλα της κατάστασης θα ήταν αναγκασμένη εκείνη να δώσει εξηγήσεις.Ο Παύλος ήταν άντρας , όλοι θα έπαιρναν το μέρος του.Φαντάστηκε τη μητέρα της ,αν μάθαινε πως ο Παύλος είχε κρυφή ερωμένη.. Θα την συμβούλευε σίγουρα να μείνει στη θέση της και να μην ασχοληθεί με το θέμα.Δεν ήταν δική της δουλειά..Ναι αυτό θα της έλεγε η μητέρα της και η Μαρία ένιωσε να την πνίγει η μυρωδιά των δέντρων και ο ήχος από τα τζιτζίκια που δυνάμωνε σφυρίζοντας στα αυτιά της.
Αναρωτήθηκε γιατί ο Παύλος την εξευτέλιζε με αυτό το τρόπο αντί να προτιμήσει να παντρευτεί τη άγνωστη γυναίκα αντί εκείνης..Το μυαλό της προσπαθούσε να βρει απαντήσεις σε αυτή τη σοκαριστική ανακάλυψη που η αλήθεια ήταν πως δεν είχε πληγώσει στο ελάχιστο τη καρδιά της.Δεν αγαπούσε τον Παύλο και δεν την ενδιέφερε αν εκείνος επιθυμούσε κάποια άλλη γυναίκα.Αυτό που πραγματικά την ενοχλούσε ήταν το ψέμα και το γεγονός πως την είχε μπλέξει σε αυτό το ανήθικο παιχνίδι.
Τη στιγμή που τα σκεφτόταν όλα αυτά και παρέμενε φοβισμένη στη θέση της, είδε τον Αλέξη να κατεβαίνει τον μεγάλο δρόμο καθώς κοιτούσε ξέγνοιαστος το τοπίο που εκτεινόταν στο βάθος.
Η Μαρία ήξερε πως ήταν παγιδευμένη στη θέση της χωρίς να μπορέσει να τον πλησιάσει και γλίστρησε απογοητευμένη στη ράχη του δέντρου μέχρι που σχεδόν όλο της το σώμα βούλιαξε στη σκόνη του χώματος.Καλησπέρα ♥️ Νέο κεφάλαιο και ελπίζω να σας άρεσε με την έκπληξη στο τέλος του.Δε γράφω τόσο συχνά αλλά πιστέψτε με δε σας ξεχνώ.Αν σας άρεσε το κεφάλαιο , πείτε μου τα σχόλια σας και στείλτε μου αστεράκια
ВЫ ЧИТАЕТЕ
Τα φτερά του έρωτα
ЧиклитΜια ντροπαλή βιβλιοπώλης, ένα παλιό γράμμα και μια ιστορία αγάπης από το παρελθόν που οδηγεί τη πρωταγωνίστρια μας σε μυστικά που δε φανταζόταν αλλά και σε έναν έρωτα που δε περίμενε.