Κεφάλαιο 15

15 2 0
                                    

  Άκουσε βήματα πίσω της, μα δεν την ένοιαζε, ήταν τόσο συντετριμμένη για να σκεφτεί ποιος ήταν και τι ήθελε. Ένιωσε δύο χέρια να την αγκαλιάζουν και δέχτηκε με ανακούφιση το άγγιγμα. Άφησε την ψυχή της να ανοίξει και να τρέξουν τα δάκρυα σαν καταρράκτης, παραδόθηκε στο άγγιγμα και κρύφτηκε βαθιά μέσα του σαν να ήθελε να χαθεί από τον κόσμο και την αδικία του.
  Ο Άλκης σκούπισε τα δάκρυα της με τα ακραδαχτυλα του και την φίλησε απαλά στο μέτωπο. Της χαιδευε ρυθμικά την πλάτη και εκεινη απλά συνέχισε τον θρήνο της.
  "Άκουσε με, ξέρω ότι όλα αυτά είναι πολλά για να διαχειριστείς, μα είσαι δυνατή. Η μητέρα σου σε χρειάζεται και ακόμα κι αν δεν μπορείς να πας δίπλα της τώρα πρέπει να κρατηθεις γερά στη ζωή, ώστε να γίνεις ένας βράχος και για εκείνη." την κοίταξε στα μάτια και ο θρήνος της ήταν αποτυπωμενος και στο δικό του βλέμμα.
"Γιατί δεν μου είπες κάτι νωρίτερα; Ήξερες πόσο με βασάνιζε όλο αυτό, ήξερες ότι η ζωή μου ήταν πάντα ένα κουβάρι και χρειαζόμουν απάντησεις για να βρω μια άκρη" η θλίψη της είχε αρχίσει να μεταμορωνεται σε θυμό και απογοήτευση.
"Δεν ήταν δικό μου μυστικό για να το μοιραστώ. Ναι τα ήξερα όλα αυτά και πολλές φορές είχα συμβουλευσει την μητέρα σου να σου μιλήσει ανοιχτά, αλλά δεν ήθελε. Έλεγε πάντα ότι η απόκρυψη της αλήθειας για καλό σκοπό, είναι το πιο σωστό πράγμα στο κοσμο" την κρατούσε ακόμα στην αγκαλιά του και δεν ήθελε να την αφήσει, παρότι πλέον εκείνη είχε αμυντική στάση.
"Τόσα χρόνια ζούσα έναν εφιάλτη και δεν ήξερα το λόγο, πίστευα ότι πάντα έτσι ήταν η μητέρα μου, προβληματική και πως και εγώ μπορεί να είχα κληρονομήσει την ίδια ασθένεια. Ζούσα μεσα στο ψέμα, πόσα ακόμα ψέματα υπάρχουν κρυμμένα περίτεχνα πίσω από τις λέξεις. Πόσα βαθιά θαμμένα μυστικά; Τι άλλο ξέρεις Άλκη; Μίλα μου" πλέον είχε γίνει επιθετική, έφυγε από την αγκαλιά του και τον κοιτούσε με κατηγορηματικο βλέμμα.
"Θυμάσαι την υπόθεση με τον δολοφόνο που αυτοκτόνησε στη φυλακή; Εκείνος ήταν ο απαγωγεας της μητέρας σου και είχε απαγάγει και σκοτώσει πολλές νεαρές κοπέλες και κοντινά τους πρόσωπα. Η μητέρα σου είδε στην τηλεόραση την είδηση για την αυτοκτονία και δεν άντεξε γι αυτό υποτροπιασε" κινήθηκε πιο κοντά της, μα εκείνη απομακρυνθηκε και ένευσε αρνητικά.
"Όχι δεν μπορεί, εκείνος πέθανε, η μαμά μου έλεγε ότι κινδυνεύω" παραμιλουσε πλέον ασυνάρτητα και προσπαθούσε να αφομοιώσει τα όσα άκουγε. Ήταν πάρα πολλά για να τα διαχειριστεί.
"Δεν κινδυνεύεις, γλυκιά μου. Τι είναι αυτά που λες;"
"Τίποτα, τίποτα. Το ξέρω. Αλκη θέλω να μείνω μόνη μου, σε παρακαλώ"
Εκεινος φάνηκε να παλεύει μέσα του, ήθελε να την αγκαλιάσει και να μείνει δίπλα της, αλλά θα σεβοταν την επιθυμία της. "Καλώς, θα φύγω. Θελω να προσέχεις και να είσαι καλά. Όταν ηρεμήσεις στ αλήθεια, πάρε με" είπε και άρχισε να απομακρυνεται, χωρίς να περιμένει απαντήσει, χωρίς να την αγγίξει πριν φύγει.
  Εκείνη έμεινε να κοιτάζει την σκιά του να απομακρυνεται και βυθίστηκε στην θλίψη. Το σκοτάδι ήταν τόσο πυκνό και ο ουρανός τόσο σκοτεινός που δεν έβλεπε σχεδον τίποτα εκεί έξω. Ηθελε όμως να μείνει εκεί κι ας ήταν μόνη, κι ας κινδύνευε πλέον θανάσιμα. Ο δαίμονας είχε κάποιο σχεδιο αλλιώς θα την είχε ήδη απαγάγει, είχε τόσες ευκαιρίες.
Δεν ήξερε πόσες ώρες πέρασαν, ο ουρανός είχε πάρει ένα ανοιχτό γαλάζιο χρώμα και χρυσές ανταύγειες κάλυπταν πλέον το στερέωμα. Ο ήλιος είχε αρχίσει να ανατέλλει και εκείνη ήταν ακόμα καθισμένη στην άμμο με τα χέρια στο πρόσωπο, ακίνητη σαν ψεύτικη.
  Έπρεπε να συναντήσει την μητέρα της, να μάθει από πρώτο χέρι την ιστορία και να μάθει κι αυτό που την έκαιγε περισσότερο. Ο απαγωγέας της μητέρας της ήταν ο πατέρας της; Ήταν ένα προϊόν βιασμού; Και ο δαίμονας που την καταδίωκε τι σχέση έχει με όλα αυτά;
  Όλα αυτά τα ερωτήματα στροβιλιζαν στον μυαλό της. Ένιωθε όλο το σώμα της μουδιασμένο και το κεφάλι της βαρύ, τόσο από το κλάμα, όσο και από την αϋπνία. Αλλά δεν μπορούσε να σηκωθεί από την άμμο, ένιωθε ότι ήταν κινούμενη και την κατεπινε αργα αργά μα στην πραγματικότητα τα συναισθήματα της την είχαν βουλιάξει σε ένα τόσο σκοτεινό σημείο, που ούτε ο ανατελλον ήλιος δεν μπορούσε να την βγάλει.
  Άκουσε μια φωνή να την καλεί, μια φωνή γεμάτη απελπισία και αγωνία. Ήταν ο Φίλιππος, ο οποίος ξεπροβαλε στην άκρη της παραλίας τρέχοντας και πήγε κοντά της.
"Τι κάνεις εδώ; Ξύπνησα και δεν σε βρήκα στο δωμάτιο σου και έφαγα τον τόπο να σε βρω." έμοιαζε ανήσυχος μα και λίγο νευριασμενος, όμως μόλις κοίταξε το πρόσωπο της καταλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Την έπιασε από τους ώμους και την γύρισε προς το μέρος του."Άρτεμις μίλα μου, τι συμβαίνει;" πλέον άρχισε να την ταρακουνάει για να αντιδράσει, δεν πήρε όμως απάντηση. Εκείνη συνέχισε να κοιτα το κενό βουβή. Της έπιασε το χέρι και την σήκωσε, και μετα την έπιασε από τους ώμους και την βοήθησε να περπατήσει σαν να είχε κάποιο κινητικό πρόβλημα.
"Έλα μαζί μου. Πρέπει να πάμε να δούμε την Θάλεια. Σε παρακαλώ συνελθε, αν δεν θέλεις μην μου πεις τι έγινε, αλλά τουλάχιστον συνελθε"
Γύρισε και τον κοίταξε σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά, σαν να μην είχε καταλάβει τι συνέβαινε τόση ώρα, σαν να μην είχε συναίσθηση ότι ήταν κάποιος άλλος εκεί.
"Φιλιππε, έχουν συμβεί τοσα πολλά, δεν ξέρω αν μπορώ να αντέξω άλλο. Ισως χρειάζομαι βοήθεια επαγγελματική. Ξέρω ότι εσύ δεν είσαι σε θέση να με βοηθήσεις σε αυτή τη φάση, μα δεν μπορώ να εμπιστευτώ κανέναν άλλο"
  Την κοιτούσε πλέον ακόμα πιο ανήσυχος, με ένα σαστισμενο βλέμμα.
"θέλω να σε βοηθήσω και θα το κάνω. Έχεις συμβεί κάτι σοβαρό, αλλιώς δεν θα ήσουν έτσι. Εχει να κάνει με την μητέρα σου ή με εκείνον τον γιατρό που εψαχνες; "
"Έχει να κάνει με την μητέρα μου. Είναι ένα μυστικό που κρατούσε χρόνια και πλέον αποκαλύφθηκε και με επηρεάζει άμεσα" τον κοιτούσε με πόνο στα μάτια, ήθελα να τα βγάλει όλα από μέσα της, μα ήξερε ότι η Θάλεια έχει προτεραιότητα.
"Κοίτα θέλω να πάμε στο νοσοκομείο να δούμε την Θάλεια και μετά να έρθεις μαζί μου να πάμε να δούμε την μητέρα μου, πιστεύω θα με βοηθήσεις πολύ. Τι λες;"
Της ένευσε καταφατικά και καθησυχαστικά. "Ναι ότι θέλεις. Και μπορείς να μου πεις ότι θέλεις, βλέποντας με είτε σαν φίλο είτε σαν γιατρό"
  Μπήκαν μαζί στο σπίτι και εκεινη κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της να κάνει ένα μπάνιο και να αλλάξει ρούχα. Λίγο πριν φτάσει στη σκάλα, το βλέμμα της έπεσε στο λεκέ από αίμα που της θυμησε για άλλη μια φορά τη Θάλεια και το τραγικό ατύχημα. Ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα και μπήκε σχεδόν τρέχοντας στο δωμάτιο της, έκλεισε την πόρτα και ακούμπησε πάνω της σαν να την κηνυγουσε κάποιος. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια και έμεινε εκεί για μερικες στιγμές.
  Συλλογιζοταν την ζωή της για λίγο, που είχε γίνει άνω κάτω και που δεν είχε πλέον γυρισμό. Άνοιξε τα μάτια και μπήκε στο μπάνιο. Έβγαλε τα ρούχα της και μπήκε στο ντουζ. Άφησε το ζεστό νερό να τρέξει και να ξεπλύνει από πάνω της όλα τα δάκρυα και την θλιψη. Βγηκε από το μπάνιο μόνο όταν το νερό έπαψε να της καιει το δέρμα. Ένα κάψιμο καλοδεχουμενο άλλωστε ο πόνος που ένιωθε μέσα της δεν μπορούσε να συγκριθεί με κανέναν σωματικό.
  Άλλαξε γρήγορα και κατέβηκε στην κουζίνα, όπου βρήκε τον Φίλιππο να έχει φτιάξει καφέ και πρωινό. Πήγε και έκατσε κοντά του και πήρε τον καφέ με ευγνωμοσύνη, δεν ήθελε να φάει όμως. Το στομάχι της δεν θα άντεχε κάτι πέραν από τον καφέ, που τον ήθελε για διεγερτικό.
Ήπιε μερικές γουλιες και ένιωσε λιγάκι καλύτερα, ένιωσε λιγοτερη κούραση. Ένιωσε το βλέμμα του να την κοίτα έντονα και γύρισε κι εκείνη το δικό της και το συνάντησε. Είχε πάρει ένα εξεταστικό ύφος, γεμάτο περιέργεια και αγωνία. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του μαρτυρουσαν το κακό βράδυ που είχε περάσει, μικρα κόκκινα αγγεία στόλιζαν το λευκό του ματιού του για να συμπληρώσουν αρμονικά την καταρρακωμενη εικόνα.
Εμειναν να κοιτάζονται, χωρίς λόγια, χωρίς σχόλια και ερωτήσεις. Την σιωπηλή αναμέτρηση των βλεμματων τους έσπασε εκείνος, κοιτώντας αλλού.
"Έμαθες γιατί η μητέρα σου έχει υποστεί σοκ σωστα;"
Πετάχτηκε από την θέση της και πήγε στον νεροχύτη να αφήσει το ποτήρι, την εξέπληξε η διορατικοτητα του.
"Ναι, μου τα είπε όλα ο Αλκης χτες βράδυ" άρχισε να πλένει το ποτήρι, έχοντας την πλάτη γυρισμένη προς εκείνον. Δεν ήθελε να τον κοιτάει στα μάτια, ένιωθε οτι θα μπορούσε να κοιτάξει μέσα στην ψυχή της και τώρα δεν το ήθελε.
"Μίλησε μου γι αυτό" της είπε με ήρεμη φωνή.
Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν και με το ζόρι κατάφερε να αφήσει το ποτήρι κάτω πριν το σπάσει. Γύρισε προς το μέρος του χωρίς όμως να φύγει από τον νεροχύτη. Ακούμπησε πίσω και έμεινε εκει με σταυρομενα χέρια στο στήθος, σε αμυντική στάση.
"Η μητέρα μου είχε βιώσει ένα ισχυρό σοκ σε μικρή ηλικία και την οδήγησε στην τρέλα. Είχε πέσει θύμα απαγωγής και βιασμού."
Συνέχισε να την κοίτα χωρίς ούτε ένα βλέμμα απορίας ή κατανόησης, αλλά με απλο παγερο ιατρικό ενδιαφέρον.
"Λοιπόν δεν θα μου μιλήσεις καθόλου για όλο αυτό ακόμα. Θα φύγουμε τώρα και θα συνεχίσουμε όλη τη συζήτηση το βράδυ αφού πάμε να δούμε τη Θάλεια αρχικά και μετά την μητέρα σου"
  Τον κοίταξε για λίγα λεπτά χωρίς να μιλά, χωρίς να του δώσει μια απάντηση και μετά ένευσε καταφατικά. Τι περίεργος άντρας; σκέφτηκε. Πώς είναι δυνατόν μέσα σε όλο αυτό το χάος με την συντριβή που έδειχνε να βιώνει χτες, τώρα να είναι ψύχραιμος και σχεδόν αναίσθητος, με τόσο επαγγελματικό ύφος;
"Πάρε τα πράγματα σου και πάμε, η Θάλεια μας περιμένει και είμαι πολύ αισιόδοξος σήμερα, να δεις που θα έχουμε καλά νέα" της χαμογέλασε και ένα αίσθημα ανακούφισης κατέκλυσε κι εκείνη.
Λίγα λεπτά μετά ήταν ήδη στο δρόμο και κατευθυνόταν προς το νοσοκομείο. Σιωπηλοί και οι δύο, χαμένοι μέσα στις σκέψεις του. Έφτασαν στο νοσοκομείο και πήγαν προς το δωμάτιο της Θάλειας, λίγο πριν μπουν τους σταμάτησε μια νοσοκόμα και τους είπε ότι μπορούν να μείνουν και πάλι για λίγο και πως πρώτα θα πρέπει να δουν το γιατρό για να ενημερωθούν.
Πήγαν κατευθείαν στο γραφείο του γιατρού. Χτύπησαν την πόρτα και εκείνος τους απάντησε να περάσουν μέσα.
"Καλημέρα σας, θα ήθελα να σας ενημερωσω για κάποια πράγματα για την ασθενή. Σήμερα το πρωί την υποβαλαμε σε αξονική τομογραφία και τα αποτελέσματα δεν είναι τόσο καλά όσο περιμέναμε. Πρέπει να είστε πολλοί δυνατοί" είπε ο γιατρός με σοβαρό ύφος.
"Πείτε μας σας παρακαλώ, τι σημαίνει αυτό;" η φωνή του Φιλίππου ήταν σταθερή και ψύχραιμη.
"Η ασθενής ακόμα κι αν επανέλθει θα έχει μεγάλα εγκεφαλικά προβλήματα, σίγουρα απώλεια μνήμης. Επίσης θα υπάρχουν και κινητικά προβλήματα. Υπάρχει ένα ποσοστό 80% να μην περπατήσει ξανά. Στο χειρότερο σενάριο όμως δεν θα τα καταφέρει. Είναι δυνατός οργανισμός αλλά η βλάβη που υπέστη είναι πολύ μεγάλη"
  Η Άρτεμις με τον Φίλιππο κοιταχτηκαν για μερικά δύσκολα λεπτά και δεν μίλησαν. Η αισιοδοξία του Φιλίππου έκανε πλέον φτερά.
"επομένως είναι και αυτό το εικοσιτετραωρο κρίσιμο;" ρώτησε ο Φίλιππος με θλίψη στη φωνή.
"Τα επόμενα δύο είναι κρίσιμα. Την κρατάμε σε καταστολή ώστε να μην επανέλθει απότομα και δημιουργηθεί μεγαλύτερο εγκεφαλικό πρόβλημα. Σε δύο μέρες θα την επαναφέρουμε και θα μελετήσουμε την κατάσταση της πιο ενδελεχώς για να φτάσουμε σε ένα πιο σίγουρο συμπέρασμα" τους ενημέρωσε ο γιατρός με το ψυχρό, επαγγελματικό του ύφος.
Ευχαρίστησαν τον γιατρό και πήγαν προς το δωμάτιο της Θάλειας με βαρύ βήμα και ακόμα πιο βαριά καρδιά.
  Μπήκαν μέσα και συνάντησαν το ίδιο θέαμα, μια κατάσταση που σου ραγιζει την καρδιά. Ένα οξύμωρο σκηνικό, η τόσο ζωντανή Θάλεια τώρα ξαπλωμένη σχεδόν νεκρή στο λευκό κρεβάτι. Ένα θέαμα βγαλμένο από τους πορφυρούς της εφιάλτες.
Η Άρτεμις πήγε κοντά της και της έπιασε το χερι και το φίλησε και μέσα της έκανε μια νοερη προσευχή, αν υπήρχε Θεός να τους λυπηθεί και να σώσει μια αθώα ψυχή. Μα η Άρτεμις πλέον δεν πίστευε στον Θεό, πίστευε μόνο στις δικές της δυνάμεις. Επειδή, όμως, δεν μπορούσε μόνη της να κάνει τα πάντα, έπρεπε να βρει έναν σύμμαχο, πήρε μια απόφαση λοιπον απόψε θα μιλούσε στον Φίλιππο για όλα.
  Κι έτσι σιωπηλή και συντετριμμενη ένιωσε μια ελπίδα μέσα της, πλέον όλα θα έμπαιναν σε μια σειρά. Πλέον θα είχε βοήθεια και το βάρος θα ήταν πιο ελαφρύ στους ώμους της.

Πορφυρά ΌνειραWhere stories live. Discover now