•01• Όχι σήμερα.

13 0 0
                                    

"Νεφέληη!"αούστηκε κλασικά η φωνή της μανας μου πρωί πρωί, "σήκω αμέσως πέρασε η ώρα!"
Σήμερα δεν νιώθω έτοιμη να σηκωθώ. Δεν νιώθω δυνατή, δεν νιώθω ικανή για τίποτα. Σκεπτόμενη για άλλο ένα πρωινό πως η μέρα μου θα περάσει χωρίς καμία διαφορά από όλες τις υπόλοιπες αρχίζω σιγά σιγά να ετοιμάζομαι.
Δευτέρα σήμερα, σχολείο με τους ίδιους μαλάκες. Τελευταία χρονιά μου και προσπαθώ να φτιάξω την συμπεριφορά μου οπως και τους βαθμούς μου μπας και καταφέρω να περάσω κάπου μακριά, αφήνοντας όλα τα εφηβικά μου και βασανιστικά μου χρόνια πίσω. Ακουστικά στα αυτιά, τσάντα, σκέιτ και έφυγα. Η μάνα μου πίσω να λέει τα δικά της, ο μικρός μου αδερφός να κλαίει όπως πάντα. Τα καθημερινά και συνηθισμένα. Περισσότερο λυπάμαι τον αδερφό μου. Δεν θα αντέξει να ζήσει με αυτήν την γυναίκα, θα τον αποδυναμώσει και θα τον λυγίσει.
Φτάνω σχολείο λοιπόν. Παρεάκια να με σχολιάζουν, άλλοι να κάνουν τον χαβά τους μόνοι τους. Θαυμάζω τον καθένα ξεχωριστά πάντως, φαίνεται στο βλέμμα τους πως τα γράφουν όλα και δεν τους ενδιαφέρει τίποτα, ετσι πιστεύω πως όντως θα πάνε μπροστά, no hate.
Φτάνω έξω από την τάξη αντικρίζοντας την κολλητή μου. Είναι η μόνη που χρειάζομαι και εχω πραγματικά ανάγκη τέτοιες μέρες.

-Καλημέρα Νέλη.

-Μέρα Μάρτζι. (Από Μαργαρίτα)

-Το έφερες;

-Όχι θα με καταλάβαινε η μάνα μου. Από σήμερα που θα φύγει θα έχω το ελεύθερο να πάρω όσο θέλω άραξε.

-Νέλη ο τυπάς ζητάει τα λεφτά και απειλεί. Μας έχεις μπλέξει άσχημα! Πρέπει οπωσδήποτε να πάρεις μπρος.

-Άραξε αδερφέ τα έχω όλα υπό έλεγχο.

Όχι δεν τα είχα. Είχα απογοητευτεί, είχα μισήσει τον εαυτό μου και ειχα φοβηθεί για άλλη μια φορά. Περίμενα απλά να περάσουν οι ώρες για να μπορέσω να βρω τον εαυτό μου κάνοντας συζητήσεις μόνη μου, σε ενα ήσυχο μερος. Απλά σήμερα, δεν γινόταν.
Στα διαλείμματα είχα όλα τα βλέμματα καρφωμένα πάνω μου. Ειδικά το δικό του, η Μάρτζι δεν αστειευόταν. Δεν είχα τρόπο για να τον αποφύγω είχε όντως αγριέψει η κατάσταση. Έπρεπε στο τέλος της μέρας να πάω και να του μιλήσω, φοβόμουν. Η Μάρτζι αρνήθηκε να έρθει και την καταλαβαίνω, την έμπλεξα σε πολλά και δεν της άξιζε.
Χτυπάει το κουδούνι στο 7ωρο. Ήρθε η ώρα λοιπόν. Τα πόδια μου να τρέμουν και τα μάτια μου να τσούζουν από το κλάμα και τις τακτικές δόσεις ανά μία ώρα, νόμιζα πως θα βοηθούσε αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι όντως άλλαξε. Λογικά τίποτα. Έτρεξα γρήγορα στο μέρος που κλειδώνει το ποδήλατο του, πάλι καλά πρόλαβα πριν έρθει. Τον είδα από μακριά να πλησιάζει με την κοπέλα του, για λίγο σκεφτόμουν να σηκωθώ να φύγω πριν με καταλάβει, θα προκαλούσα σίγουρα προβλημα ανάμεσα τους και δεν ήθελα να γίνει φασαρία μπροστά της. Για καλή μου τύχη με κατάλαβε και την αποχαιρέτησε πριν φτάσουν αρκετά κοντά σε εμένα ως αποτέλεσμα να μην με προσέξει.

-Μας θυμηθηκες;

-Ποτέ δεν σε ξέχασα Χρήστο...

-Κόψε τις μαλακίες και δώστο μου, δεν ξέρεις που έχεις μπλέξει.

-Δεν το έχω.

-Με δουλεύεις; Με έχεις καθυστερήσει πόσες βδομάδες! Γιατί ήρθες να με δεις; Σου είπα να μείνεις μακριά μου μέχρι να το πιάσεις στα χέρια σου.

-Θέλω να αφήσεις ήσυχη την Μάρτζι. Δεν έχει καμία επαφή με το θέμα μας. Και επίσης... θέλω μια ακόμα ευκαιρία μαζί σου...

-Αν ήρθες για να μου μιλήσεις για εμάς σήκω φύγε όπως είσαι, έχουμε τελειώσει.

-Πάντα έτσι λέγαμε αλλά ποτέ δεν ίσχυε, τώρα γιατί; Σε έχω ανάγκη περισσότερο από ποτέ.

-Όταν σε είχα εγώ πού ήσουν;

Είπε αυτό και πήρε αυτό το βλέμμα που καταλαβαίνεις ότι αν συνεχίσεις την συζήτηση την γάμησες. Καθόμουν απλά και κοιτούσα τα πράσινα ματάκια του. Δεν ήθελα να μιλήσω. Μου αρκούσε που ήμουν τόσο κοντά του. Τον έβλεπα σκεπτικό και δεν ήταν σίγουρα για καλό. Φοβόμουν.

-Αύριο το απόγευμα πέρνα από το σπίτι μου να στο δώσω.

Έφυγα χωρίς να περιμένω καν απάντηση. Έφτασα σπίτι, ο αδερφός μου μόνος του, τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Μπαίνω στην κουζίνα και η μάνα μου πάλι είχε γκόμενους. Πακετάριζαν το "εμπόρευμα", ήμουν συνηθισμένη σε αυτό το θέαμα, από μικρή στα κόλπα που λέμε. Δεν ανταλλάξαμε καμια κουβέντα απλά πήρα να φάω και έφυγα. Είχα διάβασμα για το σχολείο, δεν πάω κανένα φροντιστήριο λόγω της αδιαφορίας της μάνας μου αλλά και της οικονομικής μας κατάστασης οπότε έπρεπε να δουλεύω μόνη μου. Ζοριζόμουν πολύ αλλά σκεφτόμουν τον εαυτό μου πάνω απ'όλα και το μέλλον του αδερφού μου. Βράδιασε χωρίς καν να το καταλάβω. Η μάνα μου ήταν ήδη στην πόρτα για να φύγει, θα έλειπε κάποιες μέρες για δουλειές, ούτε θέλω να ξέρω τι είδους, πήρε και τον αδερφό μου μαζί. Εμένα με βόλεψε μια χαρά, τους αποχαιρέτησα και αφού βεβαιώθηκα ότι είχαν φύγει πήγα γρήγορα γρήγορα στο υπνοδωμάτιό της. Ήξερα που το αφήνει. Σήκωσα κάποια γραμμάρια και πήγα να τα πακετάρω. Μισούσα αυτήν την διαδικασία και παράλληλα μισούσα και τον εαυτού μου που το έκανα αυτό. Μόλις τελείωσα πήρα τηλέφωνο την Μάρτζι, θα εμένε εδώ σήμερα. Έφτασε μετά από πειρίπου είκοσι λεπτά και αφού της έδειξα το πακέτο του Χρήστου έβγαλε την λίστα με τους υπόλοιπους και αρχίσαμε την δουλειά. Πήγε 12 η ώρα και την είχε ήδη πάρει ο ύπνος. Χωρίς δεύτερη σκέψη πήγα στο μπάνιο και άρχισα να κλαίω. Ήθελα να επικοινωνήσω με κάποιον αλλά σήμερα δεν ένιωθα τίποτα. Έπιασα το ξυράφι και έτσι έκλεισε η μέρα μου. Έπαιρνα δύναμη για την επόμενη μέρα...

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: May 23, 2020 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Σαν εφηβείαWhere stories live. Discover now