«Ορίστε, Ιωάννη, το εκζεστόν με την όρνιθα που σου αρέσει, φάε. Εγώ θα καταπιώ λίγο ζωμό της μόνο, αν μπορέσω...»
Τα λιγνά έως κοκαλιάρικα χέρια της Μαρίας Σκλήραινας απίθωσαν μπροστά στον άντρα της στο τραπέζι το βαθύ σκουτέλι με την παχιά κοτόσουπα, που είχε μαγειρέψει η δούλα της στο κακάβι, μιας και η ίδια δεν είχε πια τη δύναμη, και τυλίχτηκε πιο πολύ στο μαφόρι της, παρ' ο τι ο πύραυνος στη μέση του δωματίου έκαιγε ικανώς, παραγεμισμένος με κάρβουνα. Ήταν κιόλας αρχή της άνοιξης του 969, ημερολογιακά, αλλά το κρύο ακόμα δεν είχε εγκαταλείψει στο ελάχιστο τα μέρη της Καππαδοκίας.
«Πώς σου φαίνεται;» τον ρώτησε με φωνή ασθενική, ωσάν δειλά, αφού κάθισε απέναντί του, υποχρεωτικά γιατί ένιωσε να ζαλίζεται, βλέποντάς τον να βυθίζει το κοχλιάριο στο σκεύος και να το φέρνει στο στόμα του, κάτω απ' το πυρρόξανθο μουστάκι και μεταξύ των γενιών που φούντωναν υπέρμετρα στα μάγουλα.
«Καλή είναι» αποκρίθηκε ξερά, και συνέχισε να ρουφάει αργά, σχεδόν ανόρεχτα, με μια έκφραση σκαιή στο άσπρο μούτρο του.
«Τι έχεις, σύζυγε, τόσον καιρό; Γιατί δε στέργεις να σου κάνω μισή ομιλία;» τον ρώτησε ξανά η Μαρία, και το χλομό της αποστεωμένο πρόσωπο έδειξε ακόμα πιο πελιδνό στο φως του κεριού.
«Τι θες να έχω;» μούγκρισε υπόκωφα ο Ιωάννης. «Αυτό που μου 'κανε ο καταραμένος ο θείος μου ήταν αρκετό! Αντί να βρίσκομαι στη θέση του δομέστικου της Ανατολής, κάθομαι εδώ και σαπίζω! Ο άθλιος... Πώς τόλμησε;» πρόσθεσε, μισογυρίζοντας τα νώτα στη Μαρία, και έσφιξε τη γροθιά του δυνατά, φουσκώνοντας τις φλέβες της και μπήγοντας τα νύχια του στο κρέας στο εσωτερικό της.
«Ιωάννη, μην τον βρίζεις... Ήταν άδικη η πράξη του, ναι, αλλά απ' την άλλη εγώ τι σου φταίω; Όσο κι αν σ' αδίκησε εκείνος, εγώ είμαι η γυναίκα σου και σε νοιάζομαι, είμαι πλάι σου...»
«Είσαι η γυναίκα μου...» κάγχασε σιγανά, στρεφόμενος προς τα κείνης. «Ποια γυναίκα μου, τι είδους; Γυναίκα στείρα κι άρρωστη τι να την κάνω; Σχεδόν έντεκα χρόνια τώρα, και παιδιά δε μου 'κανες, που να μη δεχόμουν ποτέ το συνοικέσιο των αδελφών σου! Αλλά τι φταίνε αυτοί, δεν ξέρανε πως είσαι άκαρπη... Και τώρα κι αυτή η αρρώστια σου, που σε αποτελειώνει σιγά - σιγά και σε κάνει λείψανο, και σε αχρηστεύει περισσότερο...»
«Μη μου μιλάς έτσι, Ιωάννη, σε παρακαλώ... Μη με πικραίνεις» ψέλλισε, και χαμήλωσε το κάποτε όμορφο και φεγγερό της πρόσωπο, βουρκωμένη. «Μήπως φταίω εγώ και για την αρρώστια μου; Ο Θεός μου την έστειλε, για να με δοκιμάσει... Μα μπορεί να κάνει ακόμη το θαύμα Του, να υπάρχει ελπίδα και να γιατρευτώ...»
ESTÁS LEYENDO
Αυγούστα Θεοφανώ, η Λάκαινα #historicalfiction2020 #TYS2020
Ficción históricaΉταν όμορφη κοπέλα, πολύ όμορφη, η Αναστασώ, η κόρη του ταβερνιάρη Κρατερού από τη Σπάρτη. Αυτή η ομορφιά της θάμπωσε το βασιλόπουλο του Βυζαντίου, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ρωμανό τον Δεύτερο, την πήρε γυναίκα του κι έγινε η αυγούστα Θεοφανώ, αυτή...