Έβρεχε καταρρακτωδώς εκείνη την νύχτα. Μαύρα σύννεφα είχαν καλύψει από νωρίς τον καταγάλανο ουρανό εκείνου του Κυριακάτικου πρωινού και βαριές, μεγάλες σταγόνες βροχής γρήγορα κάλυψαν κάθε γωνιά της περιοχής. Οι κάτοικοι γρήγορα μπήκαν μέσα στα σπίτια τους μόλις αντιλήφθηκαν πως δεν θα μπορούσαν να απολαύσουν τον ζεστό ήλιο που προ λίγο δέσποζε στον ουρανό, οι νοικοκυρές μάζεψαν τα ρούχα που καίγονταν από την ζέστη, τα παιδιά παράτησαν το παιχνίδι τους και μέσα σε λίγα λεπτά οι δρόμοι έπαψαν να είναι γεμάτοι από φωνές, κόρνες θυμωμένων οδηγών και γαβγίσματα σκύλων. Ησυχία απλώθηκε στην πλάση και μόνο ο ήχος των βρόχινων σταγόνων ακούγονταν πια.
Λιγοστά αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν πια στους δρόμους, έχοντας πια βραδιάσει και με την βροχή να μην έχει σταματήσει λεπτό. Σε εκείνο το μαύρο τζιπ που κινούταν πάνω στον κεντρικό δρόμο επέβαιναν πέντε άτομα. Η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη, γέλια και χαχανητά ηχούσαν μέσα στο όχημα και η διάθεση όλων ήταν ανεβασμένη. Ούτε που είχαν προσέξει την βροχή, περνούσαν τόσο όμορφα όλοι μαζί που τους φαινόταν ότι ο ήλιος ακόμη έλαμπε. Όμως, τον είχε διαδεχτεί η σελήνη που με το ζόρι αναγνωριζόταν μέσα από τα βαριά σύννεφα που κυριαρχούσαν στον ουρανό.
Κυριάρχησε μια στιγμή σιωπής, ίσα ίσα για να μπορέσουν να πάρουν μια ανάσα μέχρι που κάποιος είπε ένα ανέκδοτο και τα γέλια όλων ήχησαν ξανά. Άρχισε ξανά ένα παιχνίδι κεφιού και διασκέδασης μεταξύ τους, ο ένας πείραζε τον άλλον, γελούσαν, χαχάνιζαν, κάποιοι δάκρυσαν από τα γέλια και η διάθεση ανέβαινε όλο και πολύ.
Ξαφνικά, ένα εκτυφλωτικό φως θάμπωσε την όραση του οδηγού. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, έχασε τον έλεγχο του οχήματος, τα γέλια μετατράπηκαν σε φωνές πανικού, το όχημα έστριψε δεξιά και καρφώθηκε σε ένα κτήριο. Λίγο μετά, ένα άλλο όχημα χτύπησε με ορμή το αυτοκίνητο και όλα μαύρισαν. Μία μονάχα στιγμή πριν, όλοι γελούσαν. Τώρα, δεν ακούστηκε τίποτα. Μήτε φωνή, μήτε ανάσα.***
Το ξυπνητήρι χτυπούσε σαν τρελό. Κατάλαβε πως ήταν 8 το πρωί αλλά θέλησε να έκανε λάθος. Να ήταν ακόμη ξημερώματα και να είχε άλλες πέντε ώρες ύπνου. Ακόμη και αν δεν κοιμόταν, γιατί πράγματι δεν θα κοιμόταν, ήθελε να καθησυχάσει τον εαυτό της ότι είχε χρόνο. Το ξυπνητήρι χτύπησε ξανά και αυτήν την φορά, έπιασε το κινητό της και το απενεργοποίησε. Το ακούμπησε στο κομοδίνο δίπλα της και γύρισε προς την άλλη πλευρά το κρεβατιού. Χαμογέλασε κοιτώντας το όμορφο και ήρεμο πρόσωπο του Θοδωρή. Χάιδεψε απαλά το μάγουλο του και φίλησε τα χείλη του. Μόλις την αισθάνθηκε, ανταπέδωσε με θέρμη και περνώντας το χέρι του γύρω από την μέση της, την τράβηξε κοντά του. Δεν άνοιξε τα μάτια του και επέμεινε για λίγο ακόμη στο φιλί τους. Η Ευδοκία χαμογέλασε και έκλεισε τα μάτια της.
Πόσο τυχερή ήταν! Πόσο ευλογημένη ένιωθε κάθε πρωί, κάθε βράδυ, κάθε μέρα που περνούσε που αυτός ο θεόσταλτος άγγελος είχε βρεθεί μπροστά της και της χάρισε ξανά ένα χαμόγελο.
Ο Θοδωρής τράβηξε λίγο το χέρι του και το τοποθέτησε στην κοιλιά της. Την χάιδεψε τελετουργικά και μόνο τότε άνοιξε τα μάτια του. Χώρισε τα χείλη του από τα δικά της, κατέβασε το πρόσωπό του και φίλησε την κοιλιά της. Η Ευδοκία αναρίγησε. Μέσα στην κοιλιά της βρισκόταν ο καρπός του έρωτά της με τον Θοδωρή. Δύο μικρές ψυχούλες μεγάλωναν μέρα με την μέρα μέσα της και γέμισαν με χαρά την ζωή της.
Μια μικρή κλωτσιά έκανε τον Θοδωρή να σηκώσει το κεφάλι του και να την κοιτάξει.Τα μάτια του γυάλιζαν, έσταζαν αγάπη και λατρεία και η καρδιά της φτερούγιζε. Πήρε το χέρι της και το φίλησε. Ύστερα, ακούμπησε το κεφάλι του στην κοιλιά της και την χάιδεψε.
«Σας αγαπάω κοριτσάκια μου. Σας λατρεύω, ο μπαμπάς περιμένει πώς και πώς να σας δει από κοντά» τον άκουσε να λέει και δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. Κάθε μέρα, όταν ξυπνούσαν και όταν πήγαιναν για ύπνο, ο Θοδωρής μιλούσε στις κόρες του και τους έλεγε τα πάντα. Αυτά που θα έκανε, που ήθελε να κάνει, που συνέβησαν, όλα. Μετά, κάθε φορά, τους εξιστορούσε το πώς γνώρισε την Ευδοκία. Το πόσο πολύ την αγάπησε, πόσο πολύ θέλησε να γίνει κομμάτι της ζωής της και της ζωής του, πόσο φωτίστηκε η ζωή του όταν έγινε μια για πάντα δικιά του. Ακούγοντας τα ξανά και ξανά, η Ευδοκία ένιωθε ότι τα ζούσε κάθε φορά από την αρχή. Και κάθε φορά ήταν πανέμορφη.
«Τι θα κάνεις σήμερα;» την ρώτησε και τον κοίταξε.
«Θα πάω στην γυναικολόγο και μετά θα περάσω λίγο από την μαμά» του απάντησε και τότε ένιωσε μια κλωτσιά. Γέλασε και άγγιξε την κοιλιά της. «Τα κορίτσια συμφωνούν» είπε χαριτολογώντας και ο Θοδωρής φίλησε την κοιλιά της και σηκώθηκε. Πήγε προς το μπάνιο και λίγο μετά άκουσε την βρύση να ανοίγει και το νερό να πέφτει άφθονο. Σηκώθηκε αργά και με σιγά βήματα κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Φευγαλέα το μάτι της έπεσε στο δωμάτιο των κοριτσιών και κοντοστάθηκε. Στηρίχτηκε στο κούφωμα και απέμεινε να κοιτάζει το δωμάτιο.
Δεν είχε πολλές μέρες που το είχαν τελειώσει ο Θοδωρής και ο Χάρης, ο αδελφός του. Ο Χάρης, όντας επιπλοποιός, είχε επιμεληθεί προσωπικά κάθε έπιπλο του δωματίου, από την κούνια και την αλλαξιέρα μέχρι και τις ντουλάπες και τις συρταριέρες. Ο Θοδωρής είχε βάψει του τοίχους με ένα απαλό ροζ χρώμα και είχε σχεδιάσει πεταλούδες, αλλού μικρές και αλλού μεγάλες. Ήταν ένα όμορφο δωμάτιο και από βδομάδα σε βδομάδα θα υποδεχόταν τις δύο πριγκίπισσες τους. Αναστέναξε και έφυγε.
Φτάνοντας στην κουζίνα, βάλθηκε να ετοιμάζει το πρωινό τους και δίχως να το καταλάβει οι ώρες πέρασαν νερό.
Ο ήλιος ήταν λαμπερός, με τις ηλιαχτίδες του φώτιζε όλη την περιοχή και ζέσταινε την ατμόσφαιρα. Τα λουλούδια ήταν ανθισμένα, οι μυρωδιές τους γέμιζαν τον τόπο, τα δέντρα φιλοξενούσαν τα πουλάκια, η άνοιξη έφερνε χαρά. Μα για την ίδια δεν ήταν το ίδιο. Δεν μπορούσε να συμμετέχει στην γιορτή της φύσης γιατί η καρδιά σπάραζε από τον πόνο κάθε χρόνο τέτοια εποχή˙ ψέματα, κάθε μέρα σπάραζε η καρδιά της εδώ και τέσσερα χρόνια.
Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια; Κι όμως! Τέσσερα χρόνια, 48 ολόκληροι μήνες δίχως εκείνους κοντά της. Δίχως τα άτομα που γέμιζαν την ζωή της και έδιναν νόημα στην ύπαρξη της. Εκείνο το βράδυ του Μαΐου δεν θα το ξεχνούσε ποτέ…
YOU ARE READING
Από εκείνη την στιγμή....
Short StoryΌταν χάνεις τους γονείς σου, είσαι ορφανός. Όταν χάνεις τον σύζυγό σου, χηρεύεις. Μα όταν χάνεις τα παιδιά σου; Με ποια λέξη μπορείς να εξηγήσεις αυτόν τον χαμό; Ποιο επίθετο περιγράφει καλύτερα αυτήν την ανατροπή της ζωής σου;