Κεφάλαιο 16 «Ωμή πραγματικότητα»

17 2 0
                                    

Το ελικόπτερο έπεσε σαν αστραπή μέσα στο δάσος, σκίζοντας την ομίχλη του στα δυο, μπλεγμένο ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων. Η Ελένα άνοιγε και έκλεινε τα μάτια της συνεχώς μέχρι η θολούρα που αντίκρυζε να σχημάτιζε μια καθαρή εικόνα, κοίταξε γύρω της μα δεν υπηρχε κανείς μέσα μαζί της, ο Ryan ήταν εξαφανισμένος για άλλη μια φορά και εκείνη ήταν παγιδευμένη μέσα στις φλόγες του, η ζώνη στο κάθισμα της κρατούσε όλο το βάρος της, τα μαλλιά της είχαν μπλεχτεί μέσα στο πρόσωπο της και όλα γύρω άρχιζαν να καταρρέουν σιγά-σιγά. Πάτησε το κουμπί της ζώνης της και εκείνη απελευθερώθηκε από το στομάχι της και την άφησε να πέσει στο πάτωμα του ελικοπτερου. Το τράνταγμα όμως της πτώσης της ταρακούνησε όλο το ελικόπτερο το οποίο άρχισε να σπάει τα κλαδιά που το κρατούσαν μέσα τους και έπεσε με φορά στα βρεγμένο φύλλα του εδάφους. Η ημέρα είχε ρίξει αυλαία και η νυχτα είχε ήδη απλωθεί πάνω από το σύννεφα του ουρανού. Η πληγή στο πόδι της είχε ανοίξει ξανά προκαλώντας της ζάλη από τον οξύ πόνο, στήριξε το χέρι της πάνω στο σπασμένο τζαμί του ελικοπτερου έσυρε με δυσκολία το σώμα της από τα ερείπια του και το πρόσωπο της κατάφερε να ακουμπήσει ξανά γη. Άφησε για λίγο τις σταγόνες της περιστασιακής Μπόρας να καθαρίσουν την σκόνη από το δέρμα της και ύστερα άνοιξε τα μάτια της για άλλη μια φορά και σηκώθηκε στα γόνατα της ψάχνοντας για το κουτί πρώτων βοηθειών στην θέση του οδηγού. Στηριζόταν στα διασκορπισμένα μέλη του ελικοπτερου και σηκωνόταν μα ύστερα ξανά έπεφτε προσπαθώντας να φτάσει μπουσουλώντας στο πιλοτήριο. Κοίταξε το νεκρό σώμα του πιλότου καλυμμένο με φύλλα και λέγοντας από μέσα της...

-Συγγνώμη....

Έβαλε το χέρι της μέσα στο μπουφάν ψάχνωντας για το κλειδί που άνοιγε το κουτί. Καθώς το χέρι της έψαχνε το κλειδί ένιωθε το ξερό αιμα να μπλέκεται στα δάχτυλα της και κάνοντας ότι μπορούσε για να διώξει την σκέψη της αηδίας από το μυαλό της άρπαξε το κλειδί και πήρε μέσα από το κουτί το φάρμακο για την πληγή και τους επιδέσμους. Βγήκε ξανά έξω, παίρνοντας βαθιές ανάσες για να αντέξει τον πόνο της και έκατσε κατω απλώνοντας το πόδι της και ανοίγοντας το καπάκι από το φάρμακο.

Ένα περίεργο φως όμως άρχισε να ξεπροβάλλει μέσα από τα δέντρα, έμοιαζε με φως φακού και γινόταν όλο και πιο έντονο, λες και κάποιος πλησίαζε τρέχοντας κατά πάνω της, κοίταξε λίγο πιο επίμονα και άκουσε δυο άγνωστες φωνές να λένε...

-Εδώ είναι! Δεν μπορεί να έχει πάει μακρυά! Θα την βρούμε!

-Να είσαι σε ετοιμότητα! Αν την δεις...μην διστάσεις να κάνεις το οτιδήποτε! Είναι εντολή!

Παράνομη αθωότηταOpowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz