Κάθαρσις

229 14 63
                                    

Τον έκλαψε η Θεοδώρα τον Ιωάννη, κι ας μην της φέρθηκε τόσο καλά ως σύζυγος. Θρήνησε για τους τύπους, αλλά έκλαψε και για το ότι πρόωρα τον έχασε και την άφησε μ' ένα πορφυρογέννητο ορφανό. «Μην ανησυχείς καθόλου, θεία, η μικρή σου Θεοφανώ θα είναι υπό την προστασία μου, όπως και εσύ» την καθησύχασε ο Βασίλειος, και πήρε η ψυχή της ανάσα. Για λίγο όμως, διότι μόλις πληροφορήθηκε την επάνοδο της Θεοφανούς, σκοτείνιασε, και οι άσχημες μνήμες ήρθαν να την κατακλύσουν...

Αντάμωσαν οι δυο γυναίκες και βασίλισσες στα δώματα της Θεοδώρας, με πρωτοβουλία της πάλαι ποτέ νύφης της, και εκείνη την υποδέχτηκε αγέλαστη, με ψυχρότητα, αποστρέφοντας το βλέμμα.

«Τι θες εσύ εδώ;» τη ρώτησε, βγάζοντας τις λέξεις με το ζόρι από το στόμα της. «Δε σε κάλεσα...»

«Το ξέρω, Θεοδώρα» αποκρίθηκε ήρεμη ωστόσο η Θεοφανώ. «Θέλω όμως να μιλήσουμε οι δυο μας...»

«Να μιλήσουμε; Τι να πούμε; Δε νομίζω ότι υπάρχει κάτι που μπορεί να ειπωθεί αναμεταξύ μας πλέον... Ούτε είχα καμιά επιθυμία να αντικρίσω το πρόσωπό σου που τόσο πόνο μου προκάλεσε, άτιμη γυναίκα, οπότε φύγε κι άσε με ήσυχη!»

«Μη με διώχνεις, Θεοδώρα! Το ξέρω, το συναισθάνομαι πια κατάβαθα το πόσο πόνο σου προκάλεσα, αφού τώρα είμαι κι εγώ το ίδιο πονεμένη... Όμως θέλω, το θέλω ειλικρινά και μέσα απ' την καρδιά μου να συμφιλιωθούμε, να με αφήσεις να σε πλησιάσω... Δεν έχουμε πια τίποτα να χωρίσουμε, αδελφή του άντρα μου του Ρωμανού, δυο γυναίκες χήρες και πονεμένες είμαστε, σε ηλικία ώριμη, και με το ράσο το μοναχικό να έχει βαρύνει έτη πολλά το κορμί αμφοτέρων μας!»

«Δεν είμαι έτοιμη να σε συγχωρέσω ακόμα, Θεοφανώ, και να τα βρούμε» δήλωσε έντιμα η Θεοδώρα, με κάποια ακαμψία να χαρακτηρίζει τη φωνή της, καθώς πρόφερε το όνομα της πρώην συζύγου του αδελφού της. «Ίσως και να μην είμαι ποτέ... Με το που έμαθα ότι γύρισες, ότι σε έφερε πίσω ο γιος σου, το μυαλό μου θόλωσε... Θυμήθηκα την ανηθικότητα και την απανθρωπιά σου, με την οποία διέταξες να μας διώξουν από το Παλάτι, και το πώς ο αδελφός μου στιγμή δε σου αντιστάθηκε... Αμφιβάλλω πάντα αν τον αγάπησες καθόλου, αν ένιωσες τίποτα για αυτόν ευγενικό κι ανώτερο, αν έχυσες έστω και μισό δάκρυ όταν πέθανε...»

«Άλλαξα, Θεοδώρα, πίστεψέ με» μίλησε πάλι η Θεοφανώ, και είχαν βουρκώσει οι οφθαλμοί της. «Με άλλαξε η ζωή... Ναι, τον αδελφό σου τον αγάπησα, και ας μην πρόλαβα να του το πω και να του το δείξω όσο έπρεπε, το συνειδητοποίησα μονομιάς με τρόπο σκληρό σαν τον έχασα, και έκλαψα και δάρθηκα και θρήνησα γοερά για κείνον, και χίλιες φορές μετάνιωσα κατόπιν για το σκάρτο αυτό το φέρσιμό μου απέναντί του και απέναντι στην οικογένειά του, εσένα και τις άλλες τέσσερις και τη μάνα σας, στ' ορκίζομαι στο όνομα του Θεού! Κι ύστερα πήρα για άντρα μου τον Νικηφόρο τον Φωκά, πιέστηκα και τον έβαλα στο πλάι μου, προδίδοντας τη μνήμη του...»

Αυγούστα Θεοφανώ, η Λάκαινα #historicalfiction2020 #TYS2020Donde viven las historias. Descúbrelo ahora