Από χέρι σε χέρι

364 29 5
                                    

Ένα μελτεμάκι χάιδευε απαλά την επιφάνεια της γαλάζιας θάλασσας και της προκαλούσε μικρές ανατριχίλες που οι άνθρωποι προτιμούν να ονομάζουν κύματα.
Η ζέστη ήταν ακόμη κρουστή, σταθερή και σε άγγιζε με ευθύτητα χωρίς εκείνη την ύπουλη υγρασία του μεσημεριού που τρέλαινε τους νευρώνες, στέλνοντας τους ερεθίσματα λάβρας και απελπισίας.
Ο Αλέξης είχε ακόμη στο ψάθινο πιάτο του μια φέτα ψωμί και λίγες ελιές αλλά αφηρημένος διάβαζε και ξαναδιαβάζει το γράμμα που είχε στο χέρι του.
Η μάνα του μπήκε στο σπίτι φορτωμένη με μερικά ασπρόρουχα που είχε απλωμένα από τη προηγούμενη και που  με τη ζέστη κοκκαλωναν αν δεν τα μάζευε από το μπουγαδοσχοινο αμέσως.
"Όλα καλά αγόρι μου;" τον ρώτησε καθώς απίθωνε τα ρούχα στο ντιβάνι και ξεκινούσε να τα στρώνει για να τα έχει έτοιμα για το σιδέρωμα.
"Ναι μια χαρά ...Μόνο που μου έγραψε ένας παλιός συμφοιτητής μου και λέει πως θα έρθει για μερικές μέρες με την αδερφή του εδώ στο νησί..Να με δουν και να κάνουν και τις διακοπές τους"
"Σαν καλό νέο μου ακούγεται αυτό.. Εσύ γιατί έχεις τέτοια μούτρα;"η μητέρα του τον κοίταξε παραξενεμένη καθώς έσκυβε να πιάσει μια ποδιά που είχε πέσει στο πάτωμα.
"Απλώς ήταν αναπάντεχο,δεν τους περίμενα τέτοια εποχή... Εκείνος μου είχε πει πως τέλη Αυγούστου θα παντρευόταν στο Παρίσι..Και τώρα ακόμη αρχές καλοκαιριού και έρχεται μόνος του εδώ με την αδερφή του...Σαν παράξενο μου φαίνεται.. Με τόσα τρεξίματα πριν το γάμο και αυτός να φεύγει .."
"Έλα αγόρι μου και μη τα σκέφτεσαι όλα τόσο πολύ.Θα έρθει ο φίλος σου και θα στα πει τα νέα του και όλα θα τα μάθεις..Μη κουράζεις το κεφάλι σου με τέτοια"του αποκρίθηκε γνωρίζοντας καλά πόσο πολύ μπορούσε να βασανιστεί ο Αλέξης με τη πιο απλή σκέψη που θα γυροφερνε στο μυαλό του."Άσε τις σκέψεις και πες μου κι εμένα να μάθω για το κορίτσι..Είναι όμορφη αυτή η αδερφή του;"ρώτησε στα ξαφνικά και ο Αλέξης κοκκίνισε μέχρι τις ρίζες των μαλλιών του.
"Έλα μητέρα ας μην μπούμε σε τέτοιες κουβέντες.. Άλλωστε το κορίτσι είναι σοβαρό, μετρημένο,δεν είναι για τέτοια"απάντησε εκείνος με έξαψη θέλοντας να κόψει την ενοχλητική κουβέντα προτού καν αρχίσει.
"Μα δεν είπα πως είναι παλιοκόριτσο ή καμιά αμυαλη.. Ίσα ίσα που αν είναι κορίτσι από σπίτι ίσως θα μπορούσατε να γνωριστείτε καλύτερα εσείς οι δύο για καλό σκοπό"
Ο Αλέξης με το άκουσμα της τελευταίας φράσης της μητέρας του πετάχτηκε από το ξύλινο τραπεζάκι και με δύο μεγάλες δρασκελιές βγήκε από το καμαράκι έξω στην ηλιόλουστη αυλή, αφήνοντας το κολατσιό του απείραχτο.Η μητέρα του δάγκωσε τα χείλη της περισσότερο θλιμμένη και λιγότερη θυμωμένη για την απότομη αντίδραση του και παρέμεινε στη θέση της συνεχίζοντας τη δουλειά της. Είχε μάθει πως οι άντρες ήθελαν να τους αφήνεις που και που στην ησυχία τους, να τους κάνεις να πιστεύουν πως είναι ελεύθεροι να σκεφτούν ο,τι θέλουν και ας ήταν κι αυτοί όπως όλοι παγιδευμένοι μέσα σε ένα κύκλο υποχρεώσεων και ρουτίνας.
Ο Αλέξης έκανε ένα γύρο στη μικρή αυλή ενώ πίσω του γυροφερναν ελεύθερες στο χωμάτινο έδαφος μερικές στρουμπουλές κοτουλες που είχαν αφήσει για λίγο το στενό τους κοτέτσι για να απολαύσουν μερικές ζεστές ακτίνες.
Είχε θυμώσει με τον εαυτό του που είχε χάσει για άλλη μια φορά τη ψυχραιμία του και το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να μαλώνει με τη μητέρα του που πάντα τον στήριζε σε κάθε του απόφαση.
Αυτές οι μέρες όμως ήταν διαφορετικές και ψυχοφθορες.Πρώτα οι επισκέψεις του στο μεγάλο σπίτι με τη Δόμνα που έδειχνε να έχει όρεξη περισσότερο για ψιλοκουβέντα και όχι  τόσο για διάβασμα και μελέτη.. Έπειτα η όμορφη Μαρία που βολταρε συνέχεια στο μυαλό του αλλά ήταν άφαντη από το σπίτι του Κυρ Λεωνίδα.Ισως δηλαδή και να ήταν εκεί αλλά ο Αλέξης δεν την είχε πετύχει ποτέ εκεί κοντά και ούτε είχε ακούσει να γίνεται κουβέντα για το πώς περνούσε τις ώρες που δεν εμφανιζόταν στο κεντρικό χώρο του σπιτιού όταν ήταν κι αυτός εκεί.
Μια εβδομάδα τώρα περίμενε να την δει και η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή όταν άκουγε βήματα έξω από τη πόρτα αλλά πάντα ήταν η μητέρα της Δόμνας που δεν έχανε ευκαιρία να διακόψει για να ελέγξει προφανώς αν όλα ήταν κόσμια και αν η κόρη της παρέμενε αγνή και αθώα.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τώρα προέκυπτε και το θέμα του Ηλία..Ο Ηλίας βέβαια μόνος του δε θα ήταν πρόβλημα και αυτό ήταν το θέμα και ας μη θέλησε να το αποκαλύψει στη μητέρα του..Το πρόβλημα ήταν η Νίκη, η αδερφή του που παλαιότερα είχε φροντίσει να του δείξει με κομψό και διακριτικό τρόπο πως ενδιαφερόταν σοβαρά για εκείνον.. Είχαν πλησιάσει πολύ σε κάποια οικογενειακή γιορτή μα λίγο πριν φιληθούν ο Αλέξης κατάφερε να συγκρατηθεί σεβόμενος τον φίλο του και την εμπιστοσύνη που του είχε δείξει όλο τον καιρό που γνωρίζονταν.
Ίσως ήταν ανόητο να τον ανησυχεί ακόμη αυτό το γεγονός.Είχαν περάσει δύο χρόνια από τότε και ίσως και η Νίκη να είχε πάψει να τον θυμάται αλλά ο Άλεξης είχε ένα κακό προαίσθημα που δεν τον άφηνε να ηρεμήσει..Τι θα συνέβαινε αν η Νίκη ενδιαφερόταν ακόμη για εκείνον; Ποιά η θέση του απέναντι στον φίλο του;Και μήπως τελικά θα ήταν καλύτερα να ασχοληθεί με τη Νίκη και να ξεχάσει το κορίτσι με τα χρυσά μαλλιά που ήδη ανήκε στον Παύλο και ήταν μάταιο να τη σκέφτεται;
Μπήκε και πάλι στο σπίτι και τράβηξε για τη κάμαρα του με βιάση..
Σήμερα δεν είχε μάθημα με την Δόμνα και επί της ευκαιρίας θα έκανε μια βόλτα στο βιβλιοπωλείο της Ελπίδας να ρίξει μια ματιά στη τελευταία σοδειά που της είχαν φέρει πριν μερικές μέρες και να πιει και κάνα καφεδάκι με τον ξάδερφο του τον Μανώλη που τέτοια ώρα θα ήταν στο καφενείο της πλατείας.
Ντύθηκε πρόχειρα χωρίς τη προσοχή που έδινε όταν ετοιμαζόταν για το σπίτι του δημάρχου και αφού χαιρέτησε με μασημένες κουβέντες τη μάνα του, πήρε το δρόμο για το κέντρο του χωριού.
Τέτοια ώρα οι νοικοκυρές είχαν ξεκινήσει τις δουλειές τους, το φαι έβραζε στα καζάνια και στους δρόμους συναντούσες μόνο μικρά παιδιά, που ξυπόλυτα σαν καλικατζάρια, έτρεχαν στα χωμάτινα μονοπάτια με φτηνά πανιά, φορεμένα στα λιγνα, ηλιοκαμμενα κορμάκια τους.
"Γεια σας κύριε" άκουσε τη φωνή του μικρού Ανδρέα Παρλαρά να τον χαιρετάει καθώς τον προσπερνούσε ένα μπουλούκι με μικρά τα οποία ήταν όλα μαθητές του τη χρονιά που πέρασε.
"Γεια σας παιδιά! Πάλι για μπάνιο πάτε;"ρώτησε ο Αλέξης χαμογελώντας και διασκεδάζοντας με τη διάθεση για αταξίες που γυάλιζε στα μάτια τους.
"Ναι κύριε.Πάμε στο Λαμπερό, έχουμε φτιάξει μια βάρκα και θα τη ρίξουμε στο νερό"δήλωσε όλο καμάρι ο Αντρέας αλλά η αδερφή του η Ελενίτσα είχε στραβομουτσουνιάσει δίπλα του και έμοιαζε θλιμμένη.
"Εγώ ήθελα να κάτσω με την πριγκίπισσα στο βιβλιοπωλείο"γκρίνιαξε εκείνη και δέχτηκε μια μαλακή σκουντιά από τον αδερφό της.
"Σταμάτα τις βλακείες, δεν ήταν πριγκίπισσα" την έκοψε  ο Ανδρέας που σαν μεγαλύτερος
"Δεν είδες το φόρεμα της;Και τα μαλλιά της ήταν χρυσά και λαμπερά.. Ήταν σίγουρα πριγκίπισσα"επέμεινε το μελαμψό κοριτσάκι και ο Αλέξης χλώμιασε στα ξαφνικά αντιλαμβανόμενος πως η περιγραφή ταίριαζε μόνο σε ένα κορίτσι στο χωριό.
Αφού χαιρέτησε τους μαθητές του και τους άφησε να διαφωνούν ακόμη για το αν η κοπέλα που είχαν δει ήταν πριγκίπισσα ή όχι, ακολούθησε βιαστικά το μικρό στενό που οδηγούσε στο πίσω μέρος της πλατείας ..Η μεριά αυτή ήταν πάντα δροσερή,τα μεγάλα πλατάνια έριχναν τον ίσκιο τους και εμπόδιζαν με τη δροσιά τους τις άτακτες ακτίνες του ήλιου να πλησιάσουν.Τα τζιτζίκια δεν έχαναν το ρυθμό τους αλλά ο Αλέξης συνηθισμένος στο τραγούδι τους δεν έδινε πια σημασία, μόνο βάδιζε με τα πόδια του να τον οδηγούν σαν από μόνα τους στο βιβλιοπωλείο της Ελπίδας.
Είδε δύο τρεις ξένους που δεν τους γνώριζε να μελετούν μερικά περιοδικά που έφερνε η Ελπίδα για αυτούς που προτιμούσαν το πιο ελαφρύ διάβασμα και αν και αγχωμένος,δε μπόρεσε να μη σκεφτεί πώς τώρα πια σε κάθε μεγάλο ή μικρό νησί του Αιγαίου είχαν αρχίσει να μαζεύονται ξενομεριτες..Δεν ήταν εναντίον του τουρισμού, άλλωστε χρειαζόταν και το χωριό του μερικά λεφτά αλλά τον πείραζε ασυναίσθητα που στις αγαπημένες του γωνιές, έβλεπε ανθρώπους που δεν είχαν ιδέα για την ιστορία του τόπου του.
Πέρασε το κατώφλι του βιβλιοπωλείου με λαχτάρα και αναζήτησε με ανυπονησία το χρυσαφένιο κεφάλι της Μαρίας που όμως δεν φαινόταν πουθενά..Στη φούρια του μέσα, αμέλησε να χαιρετήσει και την Ελπίδα που από τη γωνιά της στην άκρη του χώρου,του κούνησε το χέρι μισογελώντας:
"Καλησπέρα Δάσκαλε.. Πώς και από μέρη μας;"
"Καλησπέρα Ελπίδα,με συγχωρείς,με χτύπησε ο ήλιος κατακούτελα και ξέχασα και τους καλούς μου τρόπους."προσπάθησε να κρύψει την απογοήτευση και την αμηχανία του προσπαθώντας να φερθεί όσο πιο εγκάρδια στην νεαρή βιβλιοπώλη.
"Δεν πειράζει Αλέξη κανένα πρόβλημα.. Έμαθες για τα καινούργια που ήρθαν;" ενώ του μιλούσε γύρισε προς τη πλαϊνή πλευρά του βιβλιοπωλείου όπου μια καινούργια ξύλινη βιβλιοθήκη είχε προστεθεί καλύπτοντας το ένα τμήμα του τοίχου.
"Ναι ήθελα να δω αν εκείνος ο εκδότης σου από το Ναύπλιο σου έστειλε καμια καινούργια έκδοση.. Αποφάσισα να τα μαζέψω όλα..Και ίσως κάποια στιγμή να κάνω κάποτε ένα ταξίδι στο Ναύπλιο,να γνωρίσω ο ίδιος αυτή τη δημιουργική οικογένεια" δήλωσε μα ήταν περισσότερο ευσεβής πόθος  παρά πραγματικός στόχος.Γνώριζε πως ένα τέτοιο ταξίδι θα ήταν ολόκληρη διαδικασία και πως πιθανότητα δεν θα το κατάφερνε ποτέ αλλά δε μπόρεσε να αντισταθεί στο να εκδηλώσει το όνειρο που είχε σκεφτεί τόσες φορές όταν χάζευε τις εκδόσεις με τα χειροποίητα εξώφυλλα.
"Όλοι το ίδιο όνειρο έχουμε αλλά φοβάμαι πως για σήμερα σε πρόλαβαν άλλοι" του αποκρίθηκε η Ελπίδα χαμογελώντας και του έκανε νόημα δείχνοντας του τη βιβλιοθήκη σαν να κρυβόταν εκεί η απάντηση στα λόγια της.
Σαν να επρόκειτο για οφθαλμαπάτη,εκεί στο πλάι του φρεσκοβερνικωμένου επίπλου πετάχτηκε μια χρυσαφένια χαίτη και έπειτα εμφανίστηκε ολόκληρο το κορμί της Μαρίας που είχε κρυφτεί ανάμεσα στα ράφια μελετώντας όλες τις νέες εκδόσεις που είχαν φτάσει.
Στα χέρια της κρατούσε θριαμβευτικά το νέο βιβλίο που είχε σταλεί από τον Ναυπλιώτη εκδότη με τα καλλιγραφικά γράμματα να δηλώνουν πως επρόκειτο για το βιβλίο "Η Αλίκη στη χώρα των Θαυμάτων"του Lewis Caroll . Αυτή τη φορά το εξώφυλλο είχε ζωγραφιστεί στα πρότυπα μια αφηρημένης ζωγραφικής τέχνης με τις σκόρπιες πινελιές να σχηματίζουν ένα καλειδοσκόπιο χρωμάτων και μορφών.
"Καλημέρα" ακούστηκε η φωνή της από το βάθος και σιγανά προχώρησε προς το μέρος της κρατώντας το βιβλίο της και μη χάνοντας από τα μάτια της τον Αλέξη.
"Καλημέρα δεσποινίς Μαρία.Τι κάνετε;"τη χαιρέτησε απλά γνωρίζοντας πως παρουσία της Ελπίδας δε μπορούσε παρά να φερθεί απόμακρα και διακριτικά.
"Έχω ανακαλύψει το νέο μου καταφύγιο εδώ και δεν μπόρεσα να αντισταθώ όταν η Ελπίδα με πληροφόρησε πως έφτασαν νέα βιβλία από την πρωτεύουσα." το χαμόγελο της ήταν πιο φωτεινό απ' ο,τι το θυμόταν, οι γωνίες του προσώπου της λίγο πιο έντονες σαν να είχε αδυνατίσει ελαφρώς απ'την τελευταία φορά που είχαν συναντηθεί και τα μάτια της κρατούσαν μια γλυκιά μελαγχολία που έμοιαζε να κολυμπάει μαγεμένα στο γαλακτερό λευκό γύρω από τη κόρη.
"Βλέπω πήρες και το βιβλίο που μάλλον θα αγόραζε και ο Αλέξης"η Ελπίδα φάνηκε να το χαίρεται που οι δύο νέοι είχαν παρόμοια γούστα και ενδιαφέρονταν για τα βιβλία που κι αυτή η ίδια είχε ξεχωρίσει.
"Ωχ, μάλλον σε πρόλαβα"η Μαρία τον πείραξε κουνώντας το βιβλίο μπροστά στον Αλέξη αλλά εκείνος δεκάρα δεν έδινε για το βιβλίο. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν πως είχε καταφέρει να τη συναντήσει και επιτέλους να βρεθεί για λίγο έστω στο πλάι της.
"Ίσως μπορέσεις να του το δανείσεις"μπήκε η Ελπίδα στη μέση που χωρίς και η ίδια να το  αντιλαμβάνεται, ένιωθε την ενέργεια που ένωνε τα δύο άτομα που είχε μπροστά της.
"Έννοειται! Άλλωστε έρχεσαι σπίτι μας για το μάθημα σχεδόν κάθε μέρα..Θα σου το δανείσω όποτε θελήσεις"αποκρίθηκε η Μαρία ευγενικά  και ο Αλέξης έψαχνε να βρει τις κατάλληλες κουβέντες για να της απαντήσει και να της κάνει καλή εντύπωση μα η αλήθεια ήταν πως ένιωθε σαν να είχε χάσει τα λόγια του,σαν το μυαλό του να είχε στερηθεί την ικανότητα να δένει σωστά τις λέξεις για να σχηματίσει προτάσεις.
"Να το ξεκινήσετε να μου πείτε αν είναι καλό..Δεν το γνωρίζω το συγκεκριμένο"της απάντησε εκείνος και η Μαρία κούνησε καταφατικά το κεφάλι της παρασέρνοντας μαζί της και τον όγκο των φουντωτών μαλλιών της.
"Εγώ το έχω ακούσει από μια φίλη μου στο σχολείο ακόμη αλλά ήμουν αρκετά απασχολημένη τότε με τα μαθήματα και δεν είχα προλάβει να το διαβάσω... Έπρεπε να βρεθώ στη μέση του Αιγαίου για να ξανασυναντηθώ με την Αλίκη και τη χώρα των θαυμάτων"έσφιξε με αγάπη το μικρό βιβλίο ανάμεσα στις παλάμες της και το κράτησε σαν πολύτιμο θησαυρό.
Τη στιγμή εκείνη η πόρτα έτριξε και ένας μετρίου ύψους νεαρός μπήκε φουριόζος στο δωμάτιο σκουπίζοντας το ιδρωμένο του μέτωπο.Είχε παιδικό μούτρο σαν έφηβος που τώρα γινόταν σιγά σιγά άντρας.Τα μαλλιά του καστανά στο χρώμα του βρεγμένου ξύλου, πετούσαν ατίθασα στο κεφάλι του λες και είχαν τη δική τους ελεύθερη βούληση ,με τούφες τούφες να πέφτουν στο μέτωπο του αχτένιστες.
"Καλά μου φάνηκε πως σε πήρε το μάτι μου.. Πάλι στα βιβλία έχεις το νου σου;Έλα να πιούμε ένα καφέ"ο Μανώλης δεν ασχολήθηκε καθόλου με τη συντροφιά του Αλέξη και ούτε φάνηκε να αντιλαμβάνεται πως είχε φερθεί με αγένεια μη χαιρετώντας τις γυναίκες.
"Καλημέρα και σε σένα Μανώλη"του πέταξε η Ελπίδα που τον γνώριζε από μικρό παιδί και ο Μανώλης σαν να πρόσεξε μόλις την ύπαρξη τους χαιρέτησε τις δύο γυναίκες με ένα ελαφρό κοκκίνισμα στα νεανικά του, ηλιοκαμμενα μάγουλα.
"Τώρα έρχομαι.. Ήθελα να κοιτάξω για μερικά βιβλία και να έρθω μετά στου κυρ Βασίλη"προσπάθησε να ξεγλιστρήσει ο Αλέξης αλλά ο Μανώλης φαινόταν από τους τύπους που άμα του έμπαινε μια ιδέα δεν έκανε εύκολα πίσω.
"Έλα τώρα,δε χάνονται τα βιβλία.Έχει έρθει από τη χώρα ο κυρ Μήτσος που σου έλεγα και θέλει να σε ρωτήσει μερικά πράγματα για τις σπουδές της κόρης του.Πινουμε το καφεδάκι μας και μετά άμα έχεις τέτοιο καημό,ξανάρχεσαι να αγοράσεις όλο το μαγαζί"
Ο Αλέξης με μαραμένο ύφος αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη πίεση του μικρού του ξαδέρφου και αποχαιρέτησε τις δύο νεαρές γυναίκες  με το βλέμμα του να μένει λίγο παραπάνω κολλημένο στο πρόσωπο της Μαρίας την ώρα που της έδινε το χέρι του για να την χαιρετήσει.
Η Ελπίδα δε μπόρεσε να μη προσέξει το ποσό περίεργα φερόταν ο Αλέξης τη συγκεκριμένη ημέρα και δεν της ξέφυγε και το βλέμμα του που χάιδεψε με διακριτική φροντίδα το κορμί της Μαρίας προτού τις αποχωριστεί.
Οι δύο άντρες βγήκαν από το βιβλιοπωλείο και στάθηκαν μια στιγμή έξω στα εξωτερικά ράφια με τα περιοδικά ανταλλάσσοντας δύο κουβέντες.
Η Μαρία που είχε σκοτεινιάσει από τη στιγμή που ο Αλέξης έλειψε από τον χώρο, έλαμψε και πάλι στα ξαφνικά στη σκέψη μιας παράτολμης ιδέας που ευχόταν να μην την εκθέσει ανεπανόρθωτα.
"Έχεις ένα χαρτί και ένα μολύβι;"ρώτησε με βιάση την Ελπίδα που παρά την έκπληξη της έδωσε στον νεαρό κορίτσι από τη Θεσσαλονίκη , αυτά που της ζήτησε.
Η Μαρία έγραψε κάτι στα γρήγορα και έπειτα στρίμωξε το χαρτί ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου που είχε διαλέξει πριν λίγο.
Οι άντρες είχαν ξεκινήσει και πάλι τη πορεία τους και απομακρύνονταν από το βιβλιοπωλείο κατευθυνόμενοι στο καφενείο όπου ήδη αχνοφαίνονταν οι φιγούρες μερικών αντρών που απολάμβαναν το καφεδάκι από τα χέρια της γυναίκας του κυρ Βασίλη.
"Συγγνώμη, ξέχασες το βιβλίο σου" άκουσε ο Αλέξης τη φωνή της Μαρίας ξοπίσω τους και γύρισε το κεφάλι του καθώς έκοβε ταχύτητα.
"Το βιβλίο μου;"τη ρώτησε ο Αλέξης μπερδεμένος ενώ ο Μανώλης στεκόταν δίπλα του και παρατηρούσε τους δύο τους που έμοιαζαν ελαφρώς αμήχανοι  με την όλη κατάσταση.
"Ναι μας έλεγες πως το άφησες στη μέση.. Θυμάσαι;"του εξήγησε με νόημα η Μαρία ευχόμενη να καταλάβει ο Αλέξης το σχέδιο της και να πάρει το βιβλίο χωρίς άλλες ερωτήσεις.
"Α..ναι, σωστά το βιβλίο..Ναι είναι πολύ ωραίο βιβλίο,το εξώφυλλο δηλαδή... Αλλά το έχω φτάσει ως τη μέση,καλά λες"αποκρίθηκε μπερδεμένα και ο Μανώλης του έριξε ένα φοβισμένο βλέμμα σαν να φοβήθηκε πως του στρίψε καμία βίδα.
Τελικά ο Αλέξης κατάφερε να συντονίσει το μυαλό του με τα άκρα του και να πάρει το βιβλίο που κρατούσε όλη αυτή την ώρα η Μαρία.
"Σε ευχαριστώ"μουρμούρισε καθώς εκείνη ήδη είχε πάρει το δρόμο της επιστροφής για το βιβλιοπωλείο.
"Λοιπόν ξάδερφε αυτή είναι η αρραβωνιαστικιά του γιου του δημάρχου, σωστά; Όμορφη κοπέλα,σαν πριγκίπισσα"σχολίασε ο Μανώλης καθώς ξεκινούσαν και πάλι το δρόμο τους."Να σου πω κι εσύ κάποια στιγμή πρέπει να αφήσεις τα βιβλία και να βρεις καμία γυναίκα βρε ξάδερφε γιατί φοβάμαι πως με όλα τα γράμματα έχεις αρχίσει και τα χάνεις"συμπλήρωσε με ύφος πολύπειρου σοφού ο Μανώλης και ο Αλέξης που είχε αρχίσει να συνέρχεται από τη ταραχή που του είχε προκαλέσει η παρουσία της Μαρίας, ξέσπασε σε ένα νευρικό  γέλιο που ακούστηκε μέχρι τους άντρες που έπιναν ανυποψίαστοι το καφεδάκι τους στη σοβατισμένη αυλή του καφενείου...
"Κάτι θα έπαθε ο δάσκαλος.. Αλλά τι να περιμένεις,τόσα γράμματα και γυναίκα πουθενά.. Πόσο να αντέξει το μυαλό;"σκέφτηκαν οι πιο πολλοί και έριξαν ένα βλέμμα συμπόνοιας στον νεαρό άντρα.

*Καλησπέρα! Όπως βλέπετε η ιστορία μου συνεχίζεται..Το κείμενο προχωράει αργά και σταθερά γιατί όπως έχω ξαναγράψει, προσπαθώ πάντα να γράφω σε μορφή βιβλίου..Να υπάρχει σταθερή ροή για να ξετυλιχθεί η υπόθεση.Σας Ευχαριστώ που διαβάζετε την ιστορία μου και χαιρομαι για κάθε σας σχόλιο.
*Για μαντέψτε ,τι λέτε να έγραψε η Μαρία στο χαρτί ;
**Αν σας άρεσε το κεφάλαιο , περιμένω αστεράκια, σχόλια και εντυπώσεις!!♥️♥️♥️

Τα φτερά του έρωτα Where stories live. Discover now