Το δάσος διέφερε υπερβολικά τη σημερινή μέρα, από όλες τις προηγούμενες. Μπορεί τα δέντρα και τα ρυάκια να βρίσκονταν εκεί όπως πάντα, μπορεί οι πέτρες να ήταν εξίσου σκληρές και παγωμένες και μπορεί τα κρυστάλλινα νερά της λίμνης να ήταν το ίδιο λία και μαγευτικά, ωστόσο η αύρα της μάχης πλανώταν ακόμα στον αέρα. Από μακριά ακούγονταν κατά διαστήματα ιαχές ή πονεμένα ουρλιαχτά, ενώ πάνοπλοι στρατιώτες διέσχιζαν το κοντινό μονοπάτι που και που. Μα η κυριότερη διαφορά στο σημείο αυτό, στο κέντρο του δάσους, δίπλα από την λίμνη και ανάμεσα στα δέντρα, ήταν άλλη.
Το αίμα έτρεχε ασταμάτητα από την ανοιχτή πληγή της Φοίβης, βάφοντας το λευκό της φόρεμα σκούρο κόκκινο. Τα μαλλιά της, στο ίδιο ακριβώς χρώμα, απλώνονταν ατίθασα προς όλες τις κατευθύνσεις και μπλέκονταν μεταξύ τους. Η αναπνοές που της απέμεναν ήταν ελάχιστες και ο χρόνος λιγοστός, κάτι έπρεπε να γίνει αμέσως.
Ο Ντέιβ κοίταξε με απελπισία τα τραύματα της αδερφής του και την ενθάρρυνε να κλείσει τα μάτια και να χαλαρώσει, όσο ήταν αυτό δυνατό. Μέσα του έβραζε, καθώς ήξερε όχι μόνο πως η κοπέλα δε θα τα κατάφερνε, αλλά και πως δεν έπρεπε να τα καταφέρει. Η προφητεία εκπληρονόταν, ο κύκλος έκλεινε και η κοκκινομάλλα πριγκίπισσα θα έφερνε φεύγοντας την ελευθερία. Η Φοίβη άνοιξε με δυσκολία το στόμα της και του είπε με φωνή που σχεδόν δεν ακουγόταν:
«Ήρθε η ώρα. Μην δειλιάζεις κάνε αυτό που πρέπει.» Ακόμα μια βαθιά, αχόρταγη ανάσα, από τον Ντέιβ. Ένα νεύμα του κεφαλιού και έπειτα, σιωπή. Τα χέρια του κινήθηκαν προς την ανοιχτή πληγή και μουρμουρήζοντας ένα τελευταίο "αντίο" τράβηξε τη φωτεινή σφαίρα της ψυχής, έξω από το σώμα της Φοίβης.
Μια κόφτη και τελευταία ανάσα ξέφυγε από τα χείλη της, και το κεφάλι της έγειρε στο πλάι, προδίδοντας πως η πριγκίπισσα ήταν πια νεκρή, ένα άδειο σώμα, ένα αιματοβαμμένο παρελθόν. Στο δάσος επικράτησε σιγή ξαφνικά. Δεν ακούγονταν πια πουλιά να κελαηδούν, ούτε μικρά ζώα να σέρνονται στους θάμνους, ούτε φύλλα δέντρων να τρίβονται μεταξύ τους με το αεράκι. Σιωπή, και ακινησία.
Θα πέρασε κάπου ένα λεπτό, ή ίσως και λίγο παραπάνω, μέχρι μια βουή να πάρει τη θέση της ησυχίας. Μια βουή που ερχόταν από κάπου μακριά, μα σιγά σιγά, πλησίαζε και ακουγόταν εντονότερη. Λίγο αργότερα φάνηκαν και οι ανθρώπινες σκιές που έπεφταν πάνω στα δέντρα με τρόπο περίεργο. Στρατιώτες ήταν, που με πρόσωπο σκυθρωπά, με σώματα βρόμικα, με πληγές ανοιχτές ακόμα, άλλες μικρές και άλλες μεγάλες, κατευθύνονταν προς τον αρχηγό τους.
YOU ARE READING
Δημιουργικός Διαγωνισμός 2020
Short StoryΜε το βιβλίο αυτό συμμετέχω στο λογοτεχνικό δημιουργικό διαγωνισμό της @Sheaph.