Η ιστορία ενός δαίμονα

619 15 4
                                    

Η πόλη

Ξύπνησα αντικρίζοντας τον κατάμαυρο ουρανό, γεμάτος άστρα, που δεν είχα προσέξει ποτέ πριν. Ήταν άραγε η φαντασία μου; Τόση ομορφιά πως μπορούσε να υπάρξει μες την πόλη; Είχε ξαστεριά, και καθαρή ατμόσφαιρα... Μα και τόση βρομιά, και σαπίλα από τα σκουπίδια γύρω μου. Τόσος θόρυβος από αμάξια και πολυκοσμία, ακόμα και που ήμουν μερικά τετράγωνα απ’ τον κεντρικό δρόμο της πόλης. Δεν ξέρω, μα αισθανόμουν ότι δεν ήμουν μόνος, παρ' όλο που δεν έβλεπα κανέναν κοντά μου. Έβλεπα πολύ καθαρά στο σκοτάδι, ακόμα και για νύχτα. Σαν να μύριζα μια ξένη μυρωδιά, δεν μπορούσα να την περιγράψω. Δεν μου φαινόταν ανθρώπινη, ούτε από κάποιο ζώο. Είχα τόσο ανεπτυγμένες αισθήσεις, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω πως.

Όσο έμενα εκεί στο έδαφος, τόσο πιο κοντά μου αισθανόμουν την ξένη παρουσία. <<Ποιος είσαι;>> Φώναξα, μα όταν δεν μου απάντησε κανείς, αισθάνθηκα ηλίθιος που φώναζα μόνος μου στην ερημιά. Έτσι αποφάσισα να σηκωθώ για να ψάξω από που προερχόταν αυτή η μυρωδιά. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωθα εξαντλημένος, και δεν θυμόμουν τίποτα για το τι μου συνέβη. Ειδικά το πως βρέθηκα εκεί. Κοίταξα τα ρούχα μου, τα οποία ήταν λεκιασμένα με αίμα, βρόμικα και σκισμένα. Πρέπει να έκανε κρύο επειδή ο αέρας γινόταν άσπρος μετά από κάθε εκπνοή, μα δεν ένιωθα να κρυώνω καθόλου, κι ας φορούσα μόνο ένα κοντομάνικο και ένα όχι και τόσο ζεστό παντελόνι. Τα μαλλιά μου έπεφταν στο πρόσωπό μου, εμποδίζοντάς με να δω μπροστά μου. Ήταν μακριά και μαύρα, και τελείως απεριποίητα. Το δέρμα μου ήταν σκούρο, γεμάτο με γρατζουνιές, σαν να είχα παλέψει με κάποιο ζώο.

Αφού περιεργάστηκα τον εαυτό μου, άρχισα να ακολουθώ την μυρωδιά, μα κάτι άλλο μου απέσπασε την προσοχή. Ήμουν στην μέση του δρόμου, ανάμεσα σε δυο στενά. Ευθεία υπήρχε ένα σκοτεινό δρομάκι, μα εγώ έβλεπα, και αυτό που είδα με έκανε να παραλύσω. Μπροστά στον φράχτη, υπήρχε το πτώμα ενός άντρα. Είχε πολλές πληγές και γρατζουνιές, και ένα τραύμα στο κεφάλι, υπέθεσα, αφού το αίμα κυλούσε στον δρόμο, κάνοντάς με να ζαλίζομαι από λαχτάρα. Πλησίασα διστακτικά, και εξέτασα το πτώμα. Κάποιος τον είχε χτυπήσει τόσο δυνατά στο κεφάλι, που του το είχε σπάσει στο πίσω μέρος, μα αυτό δεν με εξέπληξε τόσο, όσο αυτή η υπέροχη μυρωδιά σίδερου και αλατιού, που αναβλυζόταν απ’ τον πεθαμένο άντρα. Δεν με εξέπληξε ο θάνατος. Μου φάνηκε σαν κάτι φυσικό. Κάτι μου έλεγε πως είχα αλλάξει, πως ήταν περίεργο που δεν αντέδρασα. Για κάποια στιγμή ένιωσα ότι έτσι έπρεπε να γίνεται, οι άνθρωποι θα πρέπει να πεθαίνουν.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Jul 09, 2016 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Η ιστορία ενός δαίμοναWhere stories live. Discover now