Κεφάλαιο 1

2.5K 183 40
                                    

Σύνταγμα. Μεσημέρι.
Τα περιστέρια πετούσαν λέιζερ κατά πάνω μου για να μπορέσουν να αρπάξουν το κουλούρι από τα χέρια μου, ένιωθα σαν τη Βίρνα Δράκου στους τίτλους αρχής της Λάμψης που ήταν περικυκλωμένη από λόχο περιστεριών. 
Τα δάκρυα μου ενυδάτωναν την επιδερμίδα μου, το γράμμα της απόλυσης ήταν σύντομο, μου έδωσαν τα παπούτσια στο χέρι και ένα φιλικό χτύπημα στη πλάτη και με οδήγησαν έξω από τη εταιρία πώλησης αθλητικών ειδών. 

Κοίταξα την κούτα με τα πράγματα μου, η ταμπέλα «Μυρτώ Πετράκη, Μάρκετινγκ» γυάλιζε κάτω από τις αχτίνες του ήλιου, η κορνίζα με την οικογενειακή φωτογραφία με κοιτούσε κατάματα, πράγμα που με έκανε να την αναποδογυρίσω και να την θάψω μέσα στα υπόλοιπα χαμένα όνειρα μου.
Τι θα έλεγα στον πατέρα μου; Ό,τι έφυγα από το χωριό για να καταλήξω άνεργη στην Αθήνα; 
Όχι πείτε μου έχω άδικο; Που θα έβρισκα δουλειά ως διαφημίστρια στη Κουνουπίτσα Μεθάνων, τι θα προωθούσα δηλαδή τι κατσίκα του Κυρ Βασίλη στη γίδα της Κυρά Μαρίκας; Γραφείο συνοικεσίων για μηρυκαστικά;

Έσυρα το κουφάρι μου μέχρι το σπίτι, έπρεπε να κάνω το τηλεφώνημα στον πατέρα μου, να τον ειδοποιήσω ότι το όνειρο καριέρας που κυνηγούσα τόσο πολύ, γκρεμίστηκε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. 
Δίστασα να σηκώσω το ακουστικό, ο λαιμός μου είχε ξεραθεί, έκανα πρόβες για το πως θα το σερβίρω. Την απάντηση την γνώριζα: «Έλα, πίσω, θα πιάσεις δουλειά στα χωράφια του Μακρυγιάννη.» Καλύτερα να πάω στον Αμαζόνιο να κουρεύω μπανανιές, παρά να δουλέψω στα χωράφια του χειρότερου γαιοκτήμονα της περιοχής. Δεν σπούδαζα τόσα χρόνια για να καταλήξω χαρακτήρας στις Άγριες Μέλισσες, ο πατέρας μου πρέπει να καταλάβει ότι η ζωή δεν είναι μόνο το χωριό, έχω όνειρα και θέλω να τα πραγματοποιήσω. 

«Με απέλυσαν.» του είπα στο τηλέφωνο. Γρήγορα, κοφτά, σαν αποτριχωτική ταινία. 

«Γύρνα πίσω και θα σου βρω δουλειά.» απάντησε.

«Τη δουλειά που θέλεις να μου βρεις ξέχνα την, τον σιχαίνομαι τον Βρικόλακα, έχει πιει το αίμα του κοσμάκι τόσα χρόνια.»

«Ξέρεις καλά ότι μας βοήθησε όταν χρειαζόμασταν.»

«Και του τα ξεπληρώσαμε όλα και με το παραπάνω! Εγώ η ίδια σας έστελνα ό,τι έβγαζα για να ξεχρεώσουμε.»

«Είχαμε κι άλλα έξοδα... Έπεσε κακοκαιρία πέρυσι Μυρτώ, χάσαμε τα περισσότερα ζωντανά μας... Κάποιος έπρεπε να μας βοηθήσει.» Η φωνή του πατέρα μου κόμπιαζε να βγάλει τις λέξεις. 
Σωριάστηκα στην καρέκλα για να μην ξαπλώσω ανάσκελα με τα πόδια ψηλά σαν τη κατσαρίδα. 

ΠαραδώσουWhere stories live. Discover now