Κεφάλαιο 11

87 9 4
                                    

Μόλις μπήκαν στο σπίτι και έβγαλαν τον υπερσύγχρονο συναγερμό, η Τατιάνα είπε στην κόρη της: « Πήγαινε στο δωμάτιό σου και κάνε τα μαθήματά σου, γιατί σε δύο ώρες έχω καλέσει τις φίλες μας' και τις δικές σου και τις δικές μου».Το κορίτσι υπάκουσε πρόθυμα. Ο Δήμος συνόδευσε το παιδί στο δωμάτιό του κουβαλώντας τις δύο βαλίτσες που ήταν χειροποίητες, ζωγραφισμένες στο χέρι. Ο Θάνος είχε πάει στο γκαράζ και είχε φύγει κατευθείαν παίρνοντας ένα από τα αυτοκίνητα. Την ώρα που η Τατιάνα άνοιγε τα ηλεκτρονικά παραθυρόφυλλα για να μπει το φως του απομεσήμερου, είδε την Μαζεράτι του να φεύγει σπινάροντας. Τίποτα δεν μπορούσε πια να τον κρατήσει σπίτι. Ούτε η κόρη μας, ούτε εγώ, σκέφτηκε η Τατιάνα με πικρία. Έριξε μία ματιά στο τέλεια τακτοποιημένο σαλόνι. Μία τέλεια κόρη, ένα τέλειο σπίτι, ένας αποτυχημένος γάμος. Αυτή ήταν η απογραφή της ζωής της.

« Να σας βοηθήσω με τις βαλίτσες» είπε ο Δήμος, που είχε γυρίσει από το δωμάτιο της μικρής. Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Ανέβηκε πρώτη τη σκάλα με το λικνιστικό της βάδισμα. Τον άκουγε να την ακολουθεί, χτυπώντας που και που τις βαλίτσες στην σιδερένια κουπαστή της σκάλας. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και αυτός την ακολούθησε. Εκείνη έβγαλε την ζακέτα της και την άφησε βαριεστημένη πάνω στο κρεβάτι με το κρεμ, μεταξωτό κάλυμμα. Μέσα από τις κατεβασμένες γρίλιες, έμπαινε ο ήλιος, αφήνοντας ψηφιδωτές πιτσιλιές πάνω στη επίσης κρεμ μοκέτα.

« Μα τι κάνεις;» είπε η Τατιάνα με την επίπεδη, ράθυμη φωνή της, την ώρα που ο Δήμος της έπιανε το στήθος. Περίμενε μέρες να βρεθεί μόνος μαζί της και τώρα ανυπομονούσε να την αγγίξει μετά το βασανιστικό ταξίδι, στη διάρκεια του οποίου έβλεπε την αγαπημένη του να κακοποιείται λεκτικά, ξανά και ξανά, από το αφεντικό.

Την στρίμωξε στον τοίχο και προσπάθησε να τη φιλήσει. Αυτή γύρισε το μάγουλό της με εκείνο τον αγέρωχο, περιφρονητικό της τρόπο, και τα χείλη του βρήκαν το αρωματισμένο της μάγουλο αντί για τα χείλη της. « Σε θέλω τώρα» της είπε στο αυτί μουγκρίζοντας σιγανά και κόλλησε πάνω της για να της αποδείξει την αλήθεια της δήλωσης.

« Φύγε» τον διέταξε. « Δεν έχω καμία διάθεση να μας πιάσουν στα πράσα».

Ο Δήμος κατακλύστηκε από την παρόρμηση να ρίξει απαλά την Τατιάνα στο μαλακό κρεβάτι και να την πάρει εκεί, παρά τις αντιρρήσεις της. Η μοκέτα κάτω απορροφούσε όλους τους ήχους και η ταπετσαρία στους τοίχους πρόσφερε μία εικόνα γαλήνης. Ο Δήμος ευχήθηκε αυτό το σκηνικό να ήταν ολόδικό του, ένα σκηνικό φτιαγμένο για τον ίδιο και την Τατιάνα, χωρίς τους γύρω ανεπιθύμητους κομπάρσους και όλα τα δυσάρεστα καθήκοντα της δουλειάς του. Ήθελε να τα εξαφανίσει όλα δια μαγείας και να αφεθεί να ζεστάνει το παγωμένο, αλλά θεσπέσιο, κορμί της Τατιάνας και την ακόμη πιο παγωμένη καρδιά της. Εδώ, μέσα στο χουχουλιάρικο δωμάτιο, πάνω στο γυαλιστερό κάλυμμα, θα μπορούσε να 'ζωντανέψει' αυτή την παγερή κούκλα.

« Ακόμη εδώ είσαι;» είπε η Τατιάνα σε έναν απαξιωτικό τόνο που τον τρέλανε. Αγριεμένος, έφτασε με ένα βήμα στην πόρτα, την κλείδωσε και ξαναγύρισε κοντά της. Εκείνη τον κοιτούσε με απάθεια. Την έπιασε από τον αγκώνα και τη γύρισε γύρω από τον άξονά της, πιέζοντάς την άγρια προς τον τοίχο. Με το δεξί του χέρι της έκλεισε το στόμα και με το αριστερό της κατέβασε το τζιν. Η άτιμη, δε φορούσε καν εσώρουχο. Ένιωσε το μυαλό του να θολώνει. Του γεννήθηκε η διάθεση να την πονέσει, να την ταρακουνήσει δυνατά, να της χτυπήσει το κεφάλι στον τοίχο. Κρατώντας την ακινητοποιημένη με το κορμί του, έβαλε το χέρι του ανάμεσα στους γλουτούς της. Ήταν υγρή, ζεστή... Έτοιμη! Βόγκηξε δυνατά, πάνω στο αυτί της. Κατέβασε άτσαλα το παντελόνι του ως τα γόνατα και ελευθέρωσε το μόριό του. Το ένιωθε να κοχλάζει, να γεμίζει με κάθε χτύπο της καρδιάς του με όλο και περισσότερο αίμα. Την πήρε αμέσως, στα όρθια, ενώ εκείνη έβγαζε πονεμένα γρυλίσματα, που του πυροδότησαν ακόμη περισσότερο τον πόθο. Έβαλε τα δόντια του στο λαιμό της και δάγκωσε τη σάρκα της που μοσχομύριζε. Τέλειωσε αμέσως, με έναν μακρόσυρτο σπασμό, που έκανε το σώμα του να τρανταχτεί σαν σε σεισμό. Η κοιλιά του πόνεσε από το απότομο άδειασμα του κορμιού και της καρδιάς του. Έπεσε στα γόνατα. « Συγγνώμη, συγγνώμη...» είπε βραχνός και λαχανιασμένος, φιλώντας τις ψηλοτάκουνες μπότες της. Εκείνη πέρασε από πάνω του, πάνω στα τακούνια της, σαν να παραμέριζε άδειο ρούχο.

« Δρόμο τώρα» του είπε. Τα μάτια της ήταν άδεια και κρύα. Όπως πάντα.

Ξεκλείδωσε βιαστικά την πόρτα, την άνοιξε, και την ξαναέκλεισε πίσω του, αναστατωμένος, φρικτά μετανιωμένος. Κατέβηκε με μεγάλες διπλές δρασκελιές τα σκαλιά, γλείφοντας με λαχτάρα τα χείλη του, που είχαν ακόμη πάνω τους τη γεύση του αρώματός της.

Φτηνές αγκαλιές σε χρυσά κρεβάτιαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora