Κεφάλαιο πρώτο

4 0 0
                                    


«Πλάνη. Αυτό σκέφτηκα όταν μου έπεσε το γυάλινο υγρό ποτήρι από τα χέρια και έσκασε με δύναμη πάνω στο χνουδωτό λευκό χαλί με τις μαύρες ρίγες. Όταν δεν έσπασε όμως σκέφτηκα, δύναμη. Μάλλον, υπερδύναμη. Είναι υπερδύναμη να πέφτεις τόσο χαμηλά και να μην σπας. Εκείνος έβαλε τα χέρια στις τσέπες και έγειρε το κεφάλι του προς τα κάτω κοιτώντας το ποτήρι. «Δε θέλεις να φύγεις;» Με ρωτάει και σηκώνει ελαφρώς τα μάτια του για να δει το πρόσωπό μου. Κουνάω το κεφάλι μου και σκύβω για να πιάσω το ποτήρι, το χαλί μουσκεύτηκε αρκετά καθώς το ποτήρι ήταν γεμάτο όταν μου γλίστρησε από τα χέρια. «Λία, εγώ δεν...» Σηκώνω το χέρι μου για να σταματήσει την πρότασή του και σμίγει τα φρύδια ως αντίδραση σε αυτήν μου την ενέργεια. «Πέτρο το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να φύγεις από το σπίτι μου.» Ακουμπάω με δύναμη το ποτήρι στο τραπέζι ώστε να κάνει θόρυβο, για να επιδείξω τον θυμό μου, σφίγγω τα χείλη και περπατάω βιαστικά για να μπω στο δωμάτιό μου. Πέφτω με φόρα στο κρεβάτι μου και σκεπάζομαι με το χοντρό πάπλωμα, αφήνω έναν αναστεναγμό και σφίγγω τις γροθιές μου. Ακούω βήματα στο χολ και εύχομαι να φεύγει και να μην έρχεται. Ακούγεται το τρίξιμο της πόρτας και βγάζω το κεφάλι μου από το πάπλωμα, εκείνος περπατάει απαλά πάνω στο χαλί και κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. «Θέλω να με ακούσεις και να σκεφτείς Λία.» Μιλάει αργά, καθαρά και σταθερά. Δεν φωνάζει όπως συνήθως και αυτό είναι ένδειξη πως δεν έχει κάτι να κρύψει. Ανασηκώνομαι στο κρεβάτι και βγαίνω ολόκληρη έξω από τα σκεπάσματα. «Λοιπόν, σε ακούω.» Του λέω, αναστενάζει και με κοιτάζει στα μάτια. Τα μάτια του είναι κόκκινα και δάκρυα τρέχουν. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που τον είδα να κλαίει.»

1 Ιανουαρίου 2002

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα

Το κεφάλι μου βουίζει από τη δυνατή μουσική, αλλά συνεχίζω να χορεύω και η Βίβιαν τσιρίζει και χειροκροτεί όταν ο Ηλίας πίνει 3 σφηνάκια στη σειρά. Γελάω και του φωνάζω να παραγγείλει ακόμη 10, βάζω στη χούφτα του 20 ευρώ, κουνάει καταφατικά το κεφάλι γελώντας και χάνεται γρήγορα μέσα στον κόσμο. Η Βίβιαν με πλησιάζει με σκουντάει για να την ακούσω, σκύβει στο αφτί μου και βάζω τα δυνατά μου για να μην χάσω λέξη. «Ο Δημητριάδης είναι προς τα κει και μας κοιτάει.» Δείχνει με το χέρι της ένα τραπέζι διαγώνια από εμάς, ένα αγόρι που μοιάζει στην ηλικία μας στέκεται και μας κοιτάζει επίμονα, φοράει μαύρο πουκάμισο και καθώς τον κοιτάζω γυρίζει το βλέμμα του αλλού. Γυρίζω στη Βίβιαν και χαμογελάω. «Ποιος είναι αυτός;» Την ρωτάω με όση φωνή μου έχει απομείνει. «Πέτρος Δημητριάδης, είναι 17 χρονών σαν εμάς και δουλεύει στο βενζινάδικο του Γιάννη κοντά στην πλατεία. Δεν πηγαίνει όμως εδώ σχολείο, οι γονείς του έχουν πολλά λεφτά και τον στέλνουν στο κολέγιο. Πιστεύω ότι για να δουλεύει δεν συμφωνεί με την νοοτροπία των γονιών του.» Γουρλώνω στιγμιαία τα μάτια μου και κουνάω το κεφάλι μου, φέρνω το ποτήρι της βότκας κοντά στο στόμα μου και γυρίζω να τον κοιτάξω, συνεχίζει να με κοιτάζει και πίνω βιαστικά το περιεχόμενο του ποτηριού. Ο Ηλίας επιστρέφει στο τραπέζι με έναν δίσκο, αφήνει ένα ένα τα ποτήρια στο τραπέζι και πριν φύγει για να επιστρέψει στο μπαρ τον αρπάζω από τον αγκώνα και σκύβει το κεφάλι του προς εμένα για να ακούσει. «Πάρε ένα και πήγαινέ το απέναντι στον Πέτρο.» Καθοδηγώ το βλέμμα του για να του δείξω το τραπέζι και μου χτυπάει φιλικά την πλάτη. Παίρνει το ποτήρι και χάνεται για άλλη μια φορά μέσα στο πλήθος. Κρατώ το βλέμμα μου στο τραπέζι του και περιμένω να φανεί ο Ηλίας εκεί κοντά. Όταν επιτέλους το κάνει αρπάζω ένα από τα σφηνάκια. Γυρίζω την πλάτη μου προς εκείνο το τραπέζι και χορεύω με την Βίβιαν και την Αθηνά.

Bạn đã đọc hết các phần đã được đăng tải.

⏰ Cập nhật Lần cuối: Nov 07, 2020 ⏰

Thêm truyện này vào Thư viện của bạn để nhận thông báo chương mới!

Η μέρα που δεν έλαμψε ποτέNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ