Το λεωφορείου του ΚΤΕΛ έφτασε με ακρίβεια στο προορισμό του. Η διαδρομή θύμιζε θρίλερ που το σκηνοθέτησε η Φίνος Φιλμ, γιαγιάδες με μαντήλες και κότες, ζεϊμπέκικα τραγούδια στο ραδιόφωνο -μπορεί να χώρισε ο οδηγός, να είχε τα ντέρτια του, κανείς δεν ξέρει-, το μόνο που έλειπε ήταν η Βουγιουκλάκη να πέσει μέσα στο γιαούρτι και να τη καθαρίζει ο Παπαμιχαήλ όσο τραγουδάνε «Ένα δύο τρία οπ το 'ριξα στο σορολόπ».
Ο πατέρας μου με περίμενε μπροστά από το κόκκινο αγροτικό, φόρτωσε τα πράγματα στην καρότσα και φύγαμε βολίδα για τη ξακουστή Κουνουπίτσα, Μεθάνων. Τον κοιτούσα όσο οδηγούσε, τα γηρατειά είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνιση τους εδώ και χρόνια, η έλλειψη μαλλιών είχε γίνει πλέον αισθητή ακόμα και από τη Βραζιλία και τα καρό του πουκάμισα είχαν γίνει το σήμα κατατεθέν του. Με τσέπη στην δεξιά πλευρά για να μπορεί να βάζει τα γυαλιά του καταρράκτη.«Τους αλήτες, που σε απέλυσαν, που θα ξανά βρουν ένα τόσο ικανό άτομο σαν και σένα. Θα σε παρακαλούν να επιστρέψεις!»
«Μέχρι να γίνει αυτό, το ψυγείο μου θα είχε πιάσει αράχνες.»
«Μίλησα με τους ανθρώπους του Μακρυγιάννη, θα σε βάλουν στα χωράφια του.»
Σταύρωσα τα χέρια μου μουτρωμένη, η αηδία μου δεν κρυβόταν και ο πατέρας μου το κατάλαβε αμέσως.
«Που να του μαραθούν όλα, να μη μείνει ούτε ηλιόσπορος.»
«Εξαιτίας μας κατέληξες εδώ...» είπε ο πατέρας μου τρίβοντας τα μάτια του από τη συγκίνηση.
«Θα την βρούμε την άκρη. Μην σκας, θα κλέβω κρασί από την κάβα του για να αντέχω τη δουλειά.» του είπα και του χάιδεψα τον ώμο. Ο μπαμπάς μου με αγριοκοίταξε ξεχνώντας το μελόδραμα που έπαιξε πριν.
Η κόρνα από το αγροτικό ξεσήκωσε το χωριό, φτάσαμε έξω από το σπίτι μας και από την αυλή ξεπρόβαλε με τη κεντητή της ποδιά η κυρία Λένα με τα ρόλευ ακόμα στα μαλλιά.
«Παναγιά μου το παιδί! Το παιδί!» ούρλιαξε τρέχοντας κατά πάνω μου.
«Μάνα σιγά! Τράβα χειρόφρενο, θα βρεις!» της είπα γελώντας. Με έσφιξε στην αγκαλιά της με αποτέλεσμα να χωθούν δύο ρόλευ στο στόμα μου, με κράτησε από τους ώμους για να με δει καλύτερα και με κοίταξε επικριτικά.
«Αδυνάτισες, αλλά βέβαια με αυτές τις αηδίες που τρως πως να μην αδυνατίσεις. Στο σόι μας φημιζόμαστε για τα καπούλια μας και εσύ θες να τα χάσεις.» απάντησε κουνώντας τους γοφούς της όσο με τραβούσε μέσα στο σπίτι.
Μου έστρωσε το τραπέζι για να φάω, έφερε δέκα φρατζόλες ψωμί και οχτώ πιάτα με φαί, συνοδευόμενα από τη φράση «Αυτά είναι φαγιά όχι σαν τα ψεύτικα που τρώτε εκεί, μοσχοβολάει η ντομάτα εδώ, δεν τη ψεκάζουν με φυτοφάρμακα.»
Μέχρι να φάω είχε πάρει τις βαλίτσες, τις άδειασε, έφτιαξε γλυκό, σιδέρωσε όσα τσαλακώθηκαν, περίλαβε τον πατέρα μου που έτρωγε τη τυρόπιτα χωρίς πιάτο και παράλληλα με ρωτούσε πότε θα παντρευτώ.
«Να κοιμηθείς νωρίς αύριο, ξεκινάς, αύριο θα περάσει ο κυρ Στέφανος, ο γείτονας να σε πάει με τους υπόλοιπους εργάτες.» μου είπε κυρά Λένα όσο καθάριζε φασολάκια στην αυλή. Εγώ καθόμουν στην καρέκλα και χάζευα τα αστέρια, πόσο φωτεινά φαινόντουσαν λες και ήταν μόλις λίγα μέτρα από εμένα.
Πως τα έφερε έτσι η ζωή και εγώ βρίσκομαι πάλι στην αρχή. Το βράδυ με βρήκε να απλώνομαι σαν τον αστερία στο παιδικό μου κρεβάτι, με σεντόνια από το πανηγύρι της Αγίας Φωτεινής, με τη πριγκίπισσα Ασπρούλα (Το Χιονάτη ήταν κατοχυρωμένο από τη γνωστή εταιρία παραγωγής ταινιών και κινουμένων σχεδίων). Είχα αγκαλιά τα παλιά μου λούτρινα, κάποια ήταν σκονισμένα κάποια μύριζαν χλωρίνη εξού και οι στάμπες πάνω στο τραχύ τρίχωμα τους. Ο ήλιος δεν άργησε να ανατείλει... Ψέματα σας λέω, μαύρη πίσσα ήταν έξω όταν μπούκαρε η κυρά Λένα με το μαλλί κομμωτηρίου και τη γνωστή ποδιά της στο δωμάτιο.
«Ούι, ούι, ακόμα κοιμάσαι, μεσημέριασε! Σήκω θα αργήσεις!»
Άπλωσα το χέρι μου στο κομοδίνο και είδα την ώρα στο κινητό, η φωτεινή οθόνη με τύφλωσε, μέσα στη θολούρα μου είδα δύο νούμερα 4:15.
«Φύγε τώρα μάνα, μην αρχίσω τα καντήλια!» φώναξα έξαλλη και γύρισα πλευρό.
«Τι καντήλια λες στη μάνα σου, αυτό το βρωμόστομα σου! Θα πέσει φωτιά να σε κάψει!» Ήρθε και τράβηξε τα σκεπάσματα, άναψε φώτα, με τράβηξε από τα πόδια, έφερε την ομάδα ΔΙΑΣ να με σύρει μέχρι την κουζίνα να φάω πρωινό. Με κοιτούσε που μασουλούσα και ανακάτευε το κοκκινιστό στην κατσαρόλα ικανοποιημένη.
Άσχημα ξεκινήσαμε. Δεν μ' αρέσει η σημερινή μέρα.
Λίγη ώρα αργότερα ακούσαμε το αγροτικό του κυρ Στέφανου να κορνάρει έξω από το σπίτι. Μάζευε όλους τους εργάτες και τους πήγαινε στα χωράφια του Μακρυγιάννη, πρωί πρωί με τη δροσούλα να σφίξει και το δέρμα.
«Βάλε μπουφάν θα παγώσεις πάνω στην καρότσα!» ούρλιαζε η κυρά Λένα καθώς έκλεινα την πόρτα του σπιτιού.
«Σιγά μη βάλω και τη γούνα του Μαζωνάκη να πάω να μαζεύω ζαρζαβατικά.» μουρμούρισα.
Θα σας δώσω μια συμβουλή, να την ακούτε τη μανούλα, ξέρει. Με το που ξεκίνησε το αγροτικό, το κρύο μου διαπέρασε το μεδούλι, πάγωσαν μέχρι και τα έγκατα της ψυχής μου. Τουρτούριζα και οι υπόλοιποι εργάτες με κοιτούσαν με πνιχτά γελάκια.
Συνεχίζουμε άσχημα. Δεν μ' αρέσει καθόλου η σημερινή μέρα.
Όταν φτάσαμε, ακολούθησα τους εργάτες μέχρι τα κτήματα, μου έδειξαν τα βασικά και πως να στοιβάζω τη πραμάτεια στα κιβώτια και ύστερα πως τα ταξινομούν στις αποθήκες. Δύσκολη δουλειά, θέλει πολλές αντοχές, που φυσικά εγώ δεν είχα. Ίδρωνα και ξανά ίδρωνα, έπεφτα σε λακκούβες, μου πέφτανε οι ντομάτες, πάτησα και κάτι πιπεριές. Οι λοξές ματιές έδιναν και έπαιρναν.
«Καινούρια είσαι εδώ; Δεν σε έχω ξαναδεί.» άκουσα μια φωνή από πίσω μου. Έβαζα το καφάσι με τις ντομάτες πάνω στο φορτηγό όταν μια νεαρή κοπέλα εμφανίστηκε με ένα μαντήλι στα μαλλιά. Ήταν κοντούλα με ροζ μαγουλάκια και στρογγυλό κορμί.
«Ναι, εχτές ήρθαν. Είμαι η κόρης της κυρά Λένας και του κυρ' Αλέκου!»
«Δεν το πιστεύω! Μυρτώ εσύ είσαι;! Η Τασούλα είμαι που παίζαμε μικρά με το γάιδαρο του καφετζή και μας έδιωχνε όταν τον ταίζαμε πατατάκια! Καλέ δεν το πιστεύω! Πόσο άλλαξες!»
«Τασούλα; Κοίτα να δεις, μετά από τόσα χρόνια ξανά συναντιόμαστε... Ανάμεσα σε πατάτες και ντομάτες. Είδες πως τα φέρνει η ζωή.»
«Μα τι κάνεις εδώ; Εγώ ήξερα ότι έφυγες στην Αθήνα και έπιασες την καλή.»
«Αναποδιές Τασούλα μου, αναποδιές.» απάντησα ξερά. Η Τασούλα κατάλαβε ότι δεν ήθελα να το συζητήσω και χαμογέλασε αμήχανα.
«Πως πάνε οι δουλειές εδώ; Συνεχίζει να σας πίνει το αίμα η βδέλλα;»
«Μην φωνάζεις! Έχει αυτιά και μάτια παντού!» μου είπε με νόημα, μου έδειξε τριγύρω μας τους επιστάτες που μας κοιτούσαν επίμονα περιμένοντας πότε θα τελειώσουμε τη ψιλή κουβεντούλα. Τους χαμογέλασα ειρωνικά και πήγα να συνεχίσω το μάζευα της ντομάτας. Η Τασούλα ήρθε και μάζευε στο πλάι μου.
«Και αυτό δεν είναι τίποτα, κάνει συνέχεια εφόδους το δεξί χέρι του Μακρυγιάννη, άκουσα ότι ήταν παλιά μπλεγμένος με τον υπόκοσμο στην Αθήνα.»
«Εμ τι θα είχε για δεξί χέρι ο Μακρυγιάννης, ένα κουλό χέρι. Δεν ξέρω πως θα την βγάλω εδώ Τασούλα, όλα με ενοχλούν και πιο συγκεκριμένα αυτή η οχιά που νομίζει ότι είναι ο Κάρολος της Αγγλίας.»
«Σημασία έχει ότι μας πληρώνει στην ώρα μας, και δεν αφήνει κανέναν να πεινάσει.»
«Και αυτό του δίνει το δικαίωμα να φέρεται στους ανθρώπους σαν σκλάβους.»
«Θα τελειώνετε επιτέλους ή να σας βγάλω καφέ;» φώναξε ένας από τους επιστάτες.
«Έναν μέτριο... Σαν και σένα.» απάντησα σχεδόν φωναχτά. Η Τασούλα άρχισε να γελάει, αλλά όταν τον είδε να πλησιάζει ταράχτηκε ολόκληρη, τα ροζ μάγουλα της έγιναν κατακόκκινα.
«Τι είπες;» ρώτησε θυμωμένος.
«Λέω... Μπορώ να κάνω ένα διάλειμμα γιατί κουράστηκα;» είπα με θράσος κοιτώντας τον στα μάτια.
«Έχετε να κάνετε άλλες οκτώ σειρές ή μήπως θες να τις κάνω δέκα σε σένα και στη φίλη σου;»
«Εγώ λέω, να τις κάνουμε πέντε και εγώ και η φίλη μου θα πάμε να κάνουμε ένα διάλειμμα είκοσι λεπτών και επιστρέφουμε.» τον αγνόησα και πήγα να φύγω. Με άρπαξε από το χέρι για να με σταματήσει.
«Αν δεν αφήσεις το χέρι μου θα φας τη ντομάτα στο κεφάλι, σαν κινούμενος πελτές θα γίνεις.» του είπα έξαλλη.
Ο επιστάτης δεν είχε σκοπό να με αφήσει, άρπαξα τη πλησιέστερη ντομάτα που βρήκα, δεν ήξερα αν ήταν από το χώμα από τα καφάσια ή απλώς την άρπαξα από τα χέρια της έντρομης Τασούλας.
Του την φόρεσα κολάρο, τα ζουμιά και τα σπόρια έτρεχαν στη μύτη του, το κατακόκκινο πρόσωπο του πήγαινε σετ με τη φλούδα της ντομάτας.
«Στον Μακρυγιάννη τώρα! Αυτός θα ασχοληθεί με την περίπτωση σου!» ούρλιαζε καθαρίζοντας τη ντομάτα που έσταζε. Από τις φωνές του πλησίασαν και οι υπόλοιποι επιστάτες, μερικοί τον βοήθησαν να καθαριστεί και οι υπόλοιποι με οδήγησαν στο αρχοντικό του Μακρυγιάννη πίσω από τα κτήματα.
Εγώ το ήξερα ότι θα κατέληγα έτσι, αφού σας το είπα δεν μ' αρέσει η σημερινή μέρα.
Το αρχοντικό του Μακρυγιάννη ήταν μια πολυτελέστατη έπαυλη πάνω σε έναν λόφο με όλες τις ανέσεις και κομφόρ που μπορεί να προσφέρει ένα χωριό. Κλασικό στυλ με παραδοσιακά στοιχεία, πινελιές από τη ήθη και έθιμα του τόπου. Παραδοσιακές στολές στους διαδρόμους, πίνακες που απεικονίζουν την αγροτική ζωή και γυαλιστερά πατώματα που σκέφτεσαι ότι αν φορούσες σαγιονάρα και παραπατούσες θα είχες ήδη κάνει σκι με το κεφάλι.
Ο επιστάτης μετά από πέντε λεπτά περπατήματος μέσα στο αρχοντικό -βάλτε κυλιόμενες πιο εύκολο θα είναι για όλους μας- στάθηκε μπροστά από μια μεγάλη, βαριά, ξύλινη πόρτα. Την χτύπησε διακριτικά και μπήκαμε μαζί μέσα σπρώχνοντας με ελαφριά.
Ο Μακρυγιάννης καθόταν στο γραφείο του, είχε τα χέρια σταυρωμένα πάνω σε αυτό. Φορούσε κουστούμι και μαντήλι στο πέτο, πολύ κυριλέ για κάποιον τόσο Αιματορουφήχτρα σαν κι αυτόν. Τα γκρι μαλλιά του ήταν χτενισμένα στο πλάι χωρίστρα, οι βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο του τον έκαναν... χούφταλο. Ο Άγιος Πέτρος γιατί καθυστερεί; Παρατήρησα και τα στολίδια που φορούσε σαν επιτάφιος ήταν με το ολόχρυσο δαχτυλίδι στο μικρό δαχτυλάκι και το ρολόι στο δεξί του χέρι.
Πήγα να κάνω εμετό αλλά το κράτησα για λόγους σεβασμού προς το γραφείο. Φαινόταν αντίκα. Σαν τον κάτοχο του.
Πριν ξεκινήσει να μιλάει, η πόρτα του γραφείο του χτύπησε ξανά. Μια φιγούρα εισήλθε στο γραφείο και πήγε και στάθηκε δίπλα στον Μακρυγιάννη με απόλυτη σοβαρότητα.
Γούρλωσα τα μάτια μου και έκανα κάτι αψυχολόγητες γκριμάτσες λες και έπαθα βραχυκύκλωση.
Αυτός ο άντρας που στέκονταν δίπλα στον Μακρυγιάννη σαν φρουρός, εγώ τον ήξερα! Άνοιξα το στόμα μου να συλλαβίσω την πρόταση «Σε ξέρω.» αλλά μάλλον βγήκαν άναρθρες κραυγές σαν βόας σαν κροταλίας.
Ο Μακρυγιάννης ξερόβηξε επιβλητικά, στην αρχή νόμιζα ότι πέθαινε αλλά μετά κατάλαβα ότι ήταν για να με επιφέρει στην τάξη.
«Έμαθα ότι προκάλεσες προβλήματα σήμερα. Είναι η πρώτη σου μέρα εδώ και ήδη θα πρέπει να σε επιπλήξω. Πετράκη, είσαι εδώ επειδή μου χρωστάτε, δεν σου χρωστάω εγώ κατάλαβες;»
«Είμαι εδώ επειδή είσαι τοκογλύφος και δεν έχεις αφήσει τον κόσμο να πάρει ανάσα.» Στήριξα τα χέρια μου πάνω στο γραφείο του κοιτώντας τον με ένα ειρωνικό χαμόγελο.
Λέτε το πτώμα μου να βρεθεί στο πάτο της θάλασσας; Ευτυχώς δεν έχουμε θάλασσα εδώ μόνο πηγάδια. Ο άντρας/φρουρός/ο γιασεμής από την προηγούμενη μέρα, κινήθηκε για να με απομακρύνει αλλά ο Μακρυγιάννης τον σταμάτησε.
«Έχεις πολύ θράσος για την ηλικία σου και θα το μετανιώσεις.»
«Κι εσύ έχεις ζήτημα ένα τέταρτο ζωής ακόμα για να ζήσεις.»
Ο Μακρυγιάννης χτύπησε το χέρι του στο γραφείο θυμωμένος. Εγώ απομακρύνθηκα και επέστρεψα σε μια ασφαλή απόσταση.
«Δεν θα ανεχτώ ξανά τέτοια συμπεριφορά. Αν προκαλέσεις μπελάδες, θα υποστείς τις συνέπειες και εσύ και οι αγαπημένοι σου γονείς. Φύγε από μπροστά μου, επέστρεψε στη δουλειά σου.» Ο Μακρυγιάννης πρόσταξε τον γνωστό/άγνωστο άντρα μου να με συνοδεύσει έξω.
Όσο με οδηγούσε έξω από το γραφείου του χούφταλου, τον παρατηρούσα... Ναι αυτός ήταν! Είμαι σίγουρη, δεν ξεχνάω πρόσωπα, ειδικά τέτοια πρόσωπα και πρόσωπα που έρχονται τόσο κοντά στο δικό μου. Λέτε να με ερωτεύτηκε και να με ακολούθησε μέχρι εδώ; Ναι αλλά μετά τον γάμο μας θα κόψει τις παρέες με τον Μακρυγιάννη...
«Σε ξέρω εσένα!» του είπα όσο περπατάγαμε. Βασικά εγώ έτρεχα από πίσω του για να τον προλάβω, εκείνος είχε πάρει φόρα ντουγρού.
«Όχι δεν με ξέρεις.» απάντησε ψυχρά.
«Προχθές στην Αθήνα... Στην αυλή μου!» προσπάθησα να του εξηγήσω. Γιατί κάνει τη πάπια αφού μέχρι και η φωνή είναι ίδια, εμένα πάει να ξεγελάσει.
«Δεν ήμουν εγώ!» Ξανά είπε δίχως να γυρίσει να με κοιτάξει.
«Είμαι σίγουρη, είσαι εσύ! Σε κυνηγούσαν, ένας κοντός με κοτσίδα σαν πόσουμ ήταν.»
«Μιλάς πολύ!»
«Το ξέρω, αλλά και εσύ μην μου κάνεις τον κινέζο, εσύ ήσουν με φίλησες κιόλας, που παρεμπιπτόντως θα έπρεπε να σου κάνω μήνυση!»
Σταμάτησε μπροστά μου απότομα και ήρθε κοντά μου.
«Για να τελειώνουμε με αυτή την ιστορία, με μπερδεύεις με κάποιον άλλον. Αν δεν θες να φέρεις κι άλλους μπελάδες στον εαυτό σου, μην το συνεχίζεις.» είπε απειλητικά.
«Πολλά νευράκια βλέπω, δεν σε ταΐζει καλά το αφεντικό σου;»
Εμένα πας να απειλήσεις που πριν δυο μέρες κρυβόσουν πίσω από τις λεμονιές μου;
Με κοίταξε νευριασμένος και απομακρύνθηκε, συνέχισε να περπατάει μέχρι που φτάσαμε μπροστά στην εξώπορτα.
«Τον δρόμο τον ξέρεις πλέον.» απάντησε και επέστρεψε από εκεί που ήρθε. Όσον τον έβλεπα να φεύγει, ήθελα να σηκώσω το χέρι μου να τον μουτζώσω αλλά φοβήθηκα μην υπήρχαν κάμερες και ως γνωστόν ότι γράφεται μένει.
Επίλογος
«Την οδήγησες έξω;» ρώτησε ο Μακρυγιάννης τον Σέργιο.
«Ναι, θέλω να πιστεύω ότι δεν θα δημιουργήσει άλλα προβλήματα. Αλλιώς θα πρέπει να διαχειριστώ προσωπικά την κατάσταση.»
«Όχι, όχι άφησε την... Με διασκεδάζει. Είχα χρόνια να την δω, από μικρό κοριτσάκι.» Έβγαλε από το συρτάρι του γραφείου του ένα από τα πανάκριβα πούρα του, ο Σέργιος έσπευσε να βγάλει αναπτήρα για να το ανάψει, έκατσε αναπαυτικά στην καρέκλα του όσο κάπνιζε.
«Έγινε ολόκληρη γυναίκα. Φωτιά δεν είναι;» κοίταξε τον Σέργιο, ο οποίος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά στα λόγια του αφεντικού του. «Και αυτή η γλώσσα της στάζει δηλητήριο...»
Στα χείλη του Σέργιου σχηματίστηκε ένα μικρό χαμόγελο, αυτό το δηλητήριο το είχε ήδη δοκιμάσει.
_______________________________________________________________________
Σύντροφοι και συντρόφισσες, αγαπητοί wattpadερς, ξανά μαζί, ελπίζω να σας άρεσε το δεύτερο κεφάλαιο της καινούριας ιστορίας.
Εύχομαι να είστε όλοι καλά! Δεν θα δώσω άλλες ευχές γιατί είμαι πιο γκαντέμω και από γνωστή οικογένεια πολιτικών.
#hamo_hamo
YOU ARE READING
Παραδώσου
RomanceΑν ήμουν χρονιά, θα ήμουν το 2020. Αν ήμουν ταινία, θα ήμουν το The Room. Αν η ζωή μου ήταν σήριαλ, θα ήταν μεταγλωττισμένο βραζιλιάνικο. Aν ήμουν σιρόπι, θα ήμουν για το βήχα. Αν ήμουν χάπι, θα ήμουν υπόθετο. Αν ήμουν ιστορία αγάπης, θα ήμουν αυτή...