Ήτανε περασμένες τρεις στο Τουρκολίμανο.
Ο καπετάνιος και ο μικρός βρισκόντουσαν ήδη στα ανοιχτά και ανέβαζαν πάνω τα δίχτυα που είχαν ρίξει την προηγουμένη.
Μ: "Καπετάνιο, ξέρεις τι σημαίνει όταν ηβλέπεις στον ύπνο σου καλαμάρια;"
Κ: "Μπα. Ξέρω όμως ότι θα σ' αρχίσω στη κλωτσομαντινάδα αν σου φύγει πάλι το δίχτυ όπως ηπροχθές."
Ο μικρός σώπασε. Έκανε μια, έκανε δυο, τρεις και κατάφερε και το ανέβασε πάνω. Του βγήκε η πίστη. Ήτανε μικρό, αλλά βαρύ, είχε κάμποσα ψάρια πάνω.
Δεκαπέντε μεροκάματα έκλεινε με το σημερινό. Μπορεί και δεκάξι. Τα μέτρησε από μέσα για άλλη μια φορά από μέσα του. Ναι, τελικά δεκάξι ήτανε.
Μ: "Δεν μ' αρέσει το όνειρο αυτό καπετάνιο. Λαχτάρα μάλλον είναι."
Κ: "Δεν ξέρω σου ξαναλέω. Ή λαχτάρα ή καλό μαντάτο."
Μ: "Καπετάνιο! Τη βλέπεις τη τούνα;"
Κ: "Ναι βρε. Πιάσε πω κει δα τη πετονιά. Πρέπει να' ναι 20 οκάδες."
Έτσι κι έκανε ο μικρός. Την έδωσε στον καπετάνιο. Εκείνος έβαλε λίγο ψωμί που του είχε ετοιμάσει για κολατσιό η κυρά του και το έριξε στη θάλασσα.
Το ψάρι το μύρισε. Πήγε κοντά και άρχισε να τρώει. Ο καπετάνιος τραβάει με δύναμη πάνω τη πετονιά αλλά ο τόνος του ξεφεύγει. Το ψωμί είχε μουλιάσει και κόπηκε σε μικρά κομμάτια, τα οποία έδειχνε να απολαμβάνει η λεία του ψαρά.
Μ: "Πιο σιγά πρέπει καπετάνιο."
Κ: "Σώπαινε βρε! Δεν ξέρω εγώ;"
Βάζει ξανά λίγο ψωμί στο αγκίστρι και το ρίχνει πάλι μέσα.
Τζίφος. Το ψάρι είναι έξυπνο.
Ο καπετάνιος νευρίαζε. Και έριχνε ξανά και ξανά. Τίποτα όμως. Στο τέλος χαράμισε όλο του το κολατσιό και έμεινε νηστικός μέχρι το απόγευμα.
Όταν βγήκαν έξω, είχαν πολύ δουλειά. Να ξεδιαλύνουν τα ψάρια, να τα καθαρίσουν και να τα πάνε στον μανάβη και μετά να μπαλώσουν τα δίχτυα.
Όλη τη μέρα ο καπετάνιος σκεφτόταν τον τόνο που έχασε. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι έτρωγε το ψωμί και δεν δάγκωνε το αγκίστρι. Άπειρες φορές ψάρευε, αυτό δεν του είχε συμβεί ποτέ.
Αργά το απόγευμα πήγε σπίτι. Πεινούσε πολύ. Δυο πιάτα έφαγε.
Όταν τελείωσε, πήγε και κάθισε μπροστά στο τζάκι. Έβγαλε ένα ματσάκι που περιείχε σύνεργα καπνίσματος, έστριψε ένα τσιγάρο και άνοιξε το ραδιόφωνο:
"Οι γυναικούλες της αθηναϊκής συνοικίας που βγήκαν χθες το πρωί να ψωνίσουν, έτριβαν με κατάπληξη τα μάτια τους μόλις αντίκρισαν τις πινακίδες με τις τιμές στα διάφορα μαγαζιά. Το ψωμί 5 δραχμές. Το κρέας 28. Το ρύζι, η ζάχαρη, το λάδι, τα μακαρόνια - όλα τα έβλεπαν πιο φθηνά κατά 25% περίπου. Καλέ τι θαύμα έγινε κι έπεσε τόση φθήνια; είπε μία και σταυροκοπήθηκε..."
"Έχουμε κι αυτό τον ταμνά τώρα", είπε ο καπετάνιος στη γυναίκα του.
Κάπνισε κάνα δυο τσιγάρα και πήγε για ύπνο.
Το επόμενο πρωί, ξύπνησε ξημερώματα. Ντύθηκε και έκανα να φύγει.
Μα όταν πάτησε στο κατώφλι, άκουσε ένα περίεργο ήχο. Όταν έκλεισα τη πόρτα κοίταξε κάτω και είδε ένα μικρό, λευκό χάρτινο φάκελο. Έσκυψε, τον έπιασε και τον άνοιξε. Άρχισε να διαβάζει ένα πρόχειρο και κακογραμμένο γράμμα.
Ήταν απ' τον μικρό.
Όταν το διάβασε βούρκωσε, συγχύστηκε πολύ. Στεναχωρέθηκε. Του έφυγε το γράμμα από τα χέρια.
Κάθισε λίγο στο κατώφλι. Προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί.
Έκατσε εκεί για αρκετή ώρα.
Αλλά έπρεπε να φύγει. Πήγε στο λιμάνι. Είχε πολύ κρύο.
Μπήκε στο καϊκάκι και βγήκε στα ανοιχτά. Δεν ήξερε τι έκανε. Δεν έκανε τίποτα. Είχε βυθιστεί στη θέα του ορίζοντα και σκεφτότανε.
Αφού πέρασε καμιά ώρα έτσι, σηκώθηκε να πιάσει τη πετονιά για να τη ρίξει μπας και πιάσει κάτι.
Και τότε το δε. Το αναθεματισμένο ψάρι από χθες.
Έμεινε και το κοιτούσε για κάνα δίλεπτο.
Έπιασε τη πετονιά, έβαλε δόλωμα στ' αγκίστρι λίγο ψίχα και και πέταξε το δόλωμα στη θάλασσα.
Περίμενε λίγο ώσπου είδε τη λεία του να πλησιάζει το αγκίστρι.
Μία, δύο και τράβηξε πάνω.
Το έπιασε.
ΜΚ
YOU ARE READING
Ιστορίες Του Περαία
Novela JuvenilΠεριστασιακοί, πόρνες, πρώην μάγκες, ρεμπέτες, γέροι και νέοι, γριούλες και κοπέλες, αστέρια που κρύβονται στα στενά και τους δρόμους του Πειραιά ή, για τους παλιούς, Περαία.