Λονδίνο 1870 και ο νεαρός Τζέιμς περπατάει στα σκοτεινά σοκάκια με μόνη συντροφιά,το ολόγιομο φεγγάρι και τις σκιές της νύχτας.Από κάπου ακούγονται οι τροχοί μιας άμαξας,σαν να περνάει από δίπλα του και να εξαφανίζεται,καταπίνοντας την το άγριο σκοτάδι.Κάπου κοντά,τα γέλια από μια παρέα αντρών,σκίζουν την σιωπή της νύχτας αλλά τον Τζέιμς φαίνεται να μην τον αγγίζει τίποτα. Συνεχίζει σαν αερικό που απλά βγήκε να απολαύσει την σιωπή του σκοτεινού Λονδίνου.Πριν μια ώρα την είδε,αυτή,που με τα γκρίζα της ματιά τον έκανε να φαντάζεται άγριες καταιγίδες,με τα μακριά ξανθά της μαλλιά το ανοιξιάτικο χάδι του ήλιου στο πρόσωπο του και με το γλυκό χαμόγελο της τον έκανε να φαντάζεσαι οικογένεια,την δική του οικογένεια,μαζί της.Του υποσχέθηκε ότι θα τον ξανασυναντήσει αύριο,την ίδια ώρα και στο ίδιο σημείο αλλά μόνοι τους στο λονδρέζικο ποτάμι,μακριά από τα αδιάκριτα μάτια των κατοίκων της πόλης. Η νύχτα πέρασε πιο αργά απ' ότι δίνει ο χειμώνας την θέση του στην άνοιξη.Το όμορφο πρωινό δεν γλύκανε την ανυπομονησία του και τα Χαρούμενα γέλια των παιδιών,δεν καταλάγιασαν τον φόβο του για το αν