«Άστον να φύγει!» Του φώναξα όσο πιο δυνατά μου επέτρεπαν οι πλέον ελάχιστες δύναμης μου. «Δεν χρειάζεσαι αυτόν! Εμένα θες. Άσε τον να φύγει ΤΩΡΑ!» Συνέχισα να φωνάζω καθώς χτυπιόμουν πάνω στην καρέκλα στην οποία ήμουν δεμένη. «Μικρή ανήψια πρέπει να μάθεις ότι ο θείος σου δεν αφήνει τους προδότες σαν αυτόν να την σκαπουλάρουν έτσι εύκολα! Θα πληρώσει αυτός ο πουστης το κατάλαβες ;!» Φώναξε μπροστά στο πρόσωπο μου ενώ τραβούσε τα μαλλια μου προς τα πίσω με δύναμη.Εγώ γύρισα από τη άλλη πλευρά για να αποφύγω το βλέμμα του. Κοίταξα στην πλευρά του δωματίου όπου ήταν εκεινος ξαπλωμένος στο κρύο πάτωμα. Δεμένος με αλυσίδες και σχεδόν ξεψυχισμένος. Το αίμα που έτρεχε από την ματωμένη και μελανιασμένη μύτη του είχε χυθεί στο πάτωμα. Ενώ τα μάτια του ήταν κλειστά σφιχτά από τον πόνο. Υπήρχαν παντού μελανιές στο σώμα του και στο πρόσωπο του. Ήταν έτσι εξαιτίας μου! Ο θείος μου τον ξανά πλησίασε και τον κλώτσησε δυο φορές στα πλευρά ενώ από τα χείλη του που πλέον έτρεχαν αίμα βγήκε ένα αγκομαχητό πόνου. «Άσε τον!» Φώναξα πιο δυνατά από πριν καθώς τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.