Ήταν όμορφη κοπέλα, πολύ όμορφη, η Αναστασώ, η κόρη του ταβερνιάρη Κρατερού από τη Σπάρτη. Αυτή η ομορφιά της θάμπωσε το βασιλόπουλο του Βυζαντίου, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ρωμανό τον Δεύτερο, την πήρε γυναίκα του κι έγινε η αυγούστα Θεοφανώ, αυτή που φανέρωσε ο Θεός. Ένιωσε πλάι του πανίσχυρη, ψήλωσε ο νους της ο νεανικός, και της υπαγόρευσε πράξεις άδικες κι αχάριστες· μα σαν πέθανε ο Ρωμανός πολύ νέος κι η Θεοφανώ απέμεινε χήρα με τρία παιδιά, ορθωθηκε μπροστά της η μεγαλύτερη και πιο επίπονη πρόκληση της ζωής της ως μάνα και αυτοκράτειρα: να εξασφαλίσει τη θέση της και τη θέση των δύο μικρών συμβασιλέων γιων της, και μαζί τους την τύχη της στερνής πορφυρογεννητης κορούλας της. Έτσι δέχτηκε και ανέχτηκε δίπλα της τον Νικηφόρο Φωκά για σύζυγο δεύτερο, που όσο και να τη λάτρευε δε μπόρεσε ποτέ να τον αγαπήσει η ίδια στο ελάχιστο, αλλά και έτσι ενέδωσε αργότερα στον ιδιοτελή έρωτα του Ιωάννη Τσιμισκή, που τη χρησιμοποίησε για να εξοντώσει τον θείο του και να ανέβει ο ίδιος στον θρόνο... Και, προδομένη ύστερα από κείνον, έλιωνε κάτω από το μαύρο ράσο, ώσπου να τη λυτρώσει ο τελευταίος της