Θεσσαλονίκη, 1972
Αγαπημένε μου θείε,
Νιώθω πως όλες οι λέξεις είναι τόσο μικρές, τόσο ασήμαντες για να περιγράψουν τη θλίψη και τη συντριβή που έχει φωλιάσει στη καρδιά μου.
Ναι φίλε μου Χάρη, πονάω. Έχει χαθεί πλέον η αισιοδοξία από τα μάτια μου. Πονάω όταν σε θυμάμαι, όταν σκέφτομαι το γέλιο που κοσμούσε τα δυο σου χείλη. Τώρα πλέον είναι νεκρά, αδύναμα να ανοιγοκλείσουν και να φωνάξουν: "Ελευθερία".
Αδελφέ μου, επέτρεψε μου να σε αποκαλώ έτσι γιατί αυτό ήσουν για μένα, ο αδελφός που ποτέ δεν απέκτησα. Φοβάμαι. Αισθάνομαι το οξυγόνο να λιγοστεύει, το καράβι της δικαιοσύνης να βουλιάζει κι εγώ να βρίσκομαι μέσα του και να πνίγομαι μες στην άβυσσο των σκιών.
Γράμμα με προορισμό το παράδεισο λοιπόν.
Θείε μου, αν διαβάζεις αυτές τις γραμμές, στείλε ένα επαναστάτη, ένα Ρομπέν των Δασών να μας σώσει από τις θύελλες οδύνης.
Θείε, βάστα γερά! Θα δούμε ξανά την ειρήνη!
Μα για να γυρίσει ο ήλιος, θέλει δουλειά πολλή...
Θα σε θυμάμαι,
Λαίδη Μάριον
°Θα καταφέρει η Λαίδη Μάριον να βρει το Ρομπέν των Δασών που τόσο πολύ ποθεί ή ο τρομερός δράκος-κοινωνία θα τον κατασπαράξει;
📖 by lefkothea-
Cover: @-shzedd
Θεσσαλονίκη 1942
Η θεσσαλονίκη στενάζει κάτω από τον κατοχικό ζυγό, μαζί με τους ανθρώπους της.
Μια νεαρή υπηρέτρια έχει περάσει όλη τη ζωή της στο σκοτάδι, σε ένα σπίτι γεμάτο ένοχα μυστικά. Θα κάνει επιτέλους ένα βήμα προς το φώς;
Ή το σκοτάδι της, θα την τραβήξει ακόμα βαθύτερα πνίγοντάς τη μέσα του.
Μέρος Ι: Ύβρις
Δεν ξέρω τι με τράβηξε σε εκείνον.
Δεν έχω την παραμικρή ιδέα.
Δεν έχουμε τίποτα κοινό, καμία εφαπτομένη.
Και όμως κάθε φορά που αντικρίζω τα σκοτεινά μπλε μάτια του πιάνω τον εαυτό μου να εφευρίσκει ομοιότητες.