Όλα άρχισαν με ένα ποτό. Εκείνο το βράδυ είχα την ανάγκη να ξεχάσω, έστω και για λίγες ώρες. Είχα πιει αρκετά και ήμουν ζαλισμένος, αλλά αυτό δεν με σταμάτησε από το να πιώ παραπάνω. Σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα απέναντι. Μάτια θολωμένα από το ποτό, προσπάθησα να εστιάσω στα φώτα στην άλλη μεριά του δρόμου, μα ακόμα και γι' αυτό χρειάστηκα αρκετή ενέργεια. Όταν τα κατάφερα είδα ένα μικρό παντοπωλείο με το όνομα ''ο Σάκης'', μέσα ήταν μια γυναίκα που τακτοποιούσε τα πράγματα στα ράφια, δεν πρέπει να ήταν πάνω από σαράντα ετών. Φαινόταν κουρασμένη και κοιτούσε συνέχεια το ρολόι. Εκείνη την στιγμή το σώμα μου παρέλυσε, τελικά είναι πολύ δραστικό το ουίσκι, συνειδητοποίησε ο νηφάλιος εαυτός μου όπου γελούσε με την άθλια κατάσταση μου, καθώς επίσης μου υπενθύμιζε πως αυτός δεν ήμουν εγώ και πως είχα παρεκτρεπεί. Ξαφνικά η μουσική στο μπαρ δυνάμωσε ξυπνώντας με από τον λήθαργο μου, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου το μυαλό μου επανήλθε - ξεμούδιασα - ένιωσα το αίμα μου να κυλάει στις φλέβες μου ξανά κι' ο χρόνος ξεπάγωσε.
~Κεφάλαιο 3ο Δίχως επιλογή~