Η νεαρή Χέδερ είναι μια περίεργη, σιωπηλή και μυστηριώδης κοπέλα, που συνηθίζει να περιπλανιέται στην ακτή μίας ερημικής παραλίας, απέναντι από το σπίτι της, αγναντεύοντας την μαγευτική θάλασσα, καθώς χάνεται στις σκέψεις της. Ένα απόγευμα, ενώ βρίσκεται ξαπλωμένη στην ολόχρυση άμμο, μισοκοιμισμένη, ο απόηχος μίας αντρικής κραυγής την ξυπνά και την γεμίζει με φόβο και απορία. Η Χέδερ κοιτάζει τριγύρω μα δεν μπορεί να διακρίνει κάποια παρουσία. Αποφασίζει να διασχίσει την ακτή διότι η περιέργεια της αλλά και η ανάγκη της για μία απάντηση υπερβαίνουν τους δισταγμούς της. Η ώρα περνά γρήγορα και η νύχτα ξεπροβάλλει, έτσι η Χέδερ είναι αναγκασμένη να εγκαταλείψει την προσπάθεια της. Όμως, λίγο πριν γυρίσει την πλάτη της στην θάλασσα και οδηγηθεί στο μονοπάτι για το σπίτι της, αντικρίζει έναν άντρα αιμόφυρτο, στην αγκαλιά ενός ξεβρασμένου κορμού δέντρου, σχεδόν λυπόθυμο. Ο άντρας που αντιλήφθηκε την παρουσία της κοπέλας, πριν χάσει τις αισθήσεις του ολοκληρωτικά φώναξε: "Εκδίκηση".