Για τη γλυκιά και όμορφη Όλια, που δεν είχε δει ποτέ της τα χρώματα και τις αποχρώσεις τους, όλα ταυτίζονταν με λέξεις, συναισθήματα, πλούσιους ήχους και χάδια. Ειδικά τα συναισθήματα ήταν για εκείνη τα πάντα και τα βίωνε ιδιαίτερα έντονα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως της έλειπε ο δυναμισμός. Αγαπούσε με όλη της την ψυχή, την οποία την είχε χαρίσει στο λύσανδρο από τότε που ήταν παιδιά και οι δυο. Κι εκείνος σε αντάλλαγμα της είχε δωρίσει τα μάτια του, μα μόνο για λίγο κι ας της είχε ορκιστεί πως θα ήταν για πάντα. Συμβάντα τραγικά αδύνατο να προσπεραστούν, της τον πήραν μακριά της διαλύοντας την κυριολεκτικά ακριβώς όταν θα έπρεπε κανονικά να ανθίζει και να λάμπει. Ο έρωτας απέκτησε αγκάθια, η εμπιστοσύνη χάθηκε, και η Όλια βρέθηκε να ζει και να παλεύει μόνη. Κι αργότερα, μπήκε στη ζωή της ο Ορέστης που της έδωσε τα μάτια του χωρίς να του ζητήσει να το κάνει, και την πήρε από το χέρι για μια μεγάλη βόλτα, γεμάτη αρώματα της άνοιξης κι έδιωξε κι από τον έρωτα τα αγκάθια. Κι έτσι, άρχισε πάλι να χαμογελάει, μα το χαμόγελο έμεινε μισό, όταν ένα βράδυ την έφτασε σαν χάδι η φωνή του Λύσανδρου.
-Νομίζεις ότι δεν κατάλαβα ότι είσαι εσύ;
Μου είπε και τον είδα να πλησιάζει.
Σηκώθηκα ντροπιασμένη και πήγα να φύγω.
Όμως ένιωσα το χέρι του να με πιάνει και με γύρισε κοντά του.
-Που νομίζεις ότι πας;
-Έξ-ξω; του είπα όμως ακούστηκε πιο πολύ για ερώτηση.
Τον είδα να στριφογυρνάει τα μάτια του και κάρφωσε τα μάτια του πάνω μου.
-Πάντα τραυλίζεις; με ρώτησε πλησιάζοντας με και έκανα ένα βήμα πίσω.
-Όχι μ-μόνο όταν..
-Όταν; μου είπε πλησιάζοντας με περισσότερο.
Άκουσα τον ήχο της πόρτας που ανοίγει και πανικοβλήθηκα.
Έκανα ένα βήμα μπροστά και στραβοπάτησα με αποτέλεσμα να πέσω πάνω του.
Αυτός κάρφωσε τα μάτια του πάνω μου και είδα ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη του.
-Τι κάνετε εδώ; άκουσα μια βαριά φωνή
και είδα τον γυμναστή να μας κοιτάει με ένα περίεργο βλέμμα.
Ωχ την έβαψα.
Και είναι ακόμα η πρώτη μου μέρα.
Και το πρώτο μου διάλειμμα.
ΣΚΑΤΑ.