Για τη γλυκιά και όμορφη Όλια, που δεν είχε δει ποτέ της τα χρώματα και τις αποχρώσεις τους, όλα ταυτίζονταν με λέξεις, συναισθήματα, πλούσιους ήχους και χάδια. Ειδικά τα συναισθήματα ήταν για εκείνη τα πάντα και τα βίωνε ιδιαίτερα έντονα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως της έλειπε ο δυναμισμός. Αγαπούσε με όλη της την ψυχή, την οποία την είχε χαρίσει στο λύσανδρο από τότε που ήταν παιδιά και οι δυο. Κι εκείνος σε αντάλλαγμα της είχε δωρίσει τα μάτια του, μα μόνο για λίγο κι ας της είχε ορκιστεί πως θα ήταν για πάντα. Συμβάντα τραγικά αδύνατο να προσπεραστούν, της τον πήραν μακριά της διαλύοντας την κυριολεκτικά ακριβώς όταν θα έπρεπε κανονικά να ανθίζει και να λάμπει. Ο έρωτας απέκτησε αγκάθια, η εμπιστοσύνη χάθηκε, και η Όλια βρέθηκε να ζει και να παλεύει μόνη. Κι αργότερα, μπήκε στη ζωή της ο Ορέστης που της έδωσε τα μάτια του χωρίς να του ζητήσει να το κάνει, και την πήρε από το χέρι για μια μεγάλη βόλτα, γεμάτη αρώματα της άνοιξης κι έδιωξε κι από τον έρωτα τα αγκάθια. Κι έτσι, άρχισε πάλι να χαμογελάει, μα το χαμόγελο έμεινε μισό, όταν ένα βράδυ την έφτασε σαν χάδι η φωνή του Λύσανδρου.
Δεν ειναι μια συνηθισμενη ιστορια οπως την φανταζεστε. Αυτη γινεται βρυκολακας, γνωριζει εναν ομορφο βρυκολακα ερωτευονται κλπ. Αλλα εχει να κανει με την επιθυμια το καθικον της αγαπη την μαθηση τα λαθη τα μαθηματα τον πονο. Ολα αυτα που αφηνουν ενα σημαδι στην ψυχη μας.