Αυτή είναι μια μικρή διασκευή της ομώνυμης όπερας του Τζουζέπε Βέρντι ("Rigoletto").
Το Δουκάτο της Μάντουας στην Ιταλία, γύρω στον 16ο αιώνα, διοικεί ένας νεαρός Δούκας, υπερβολικά ξέγνοιαστος και γυναικάς, που στα όργιά του αποπλανεί τις γυναίκες των αυλικών μπροστά στα ίδια τους τα μάτια. Αντίπαλη φυσιογνωμία του Δούκα είναι ο καμπούρης και κακάσχημος γελωτοποιός του, ο Ριγκολέτο, που του φέρεται δουλικά αλλά τον μισεί θανάσιμα, όπως μισούν εκείνον οι αυλικοί.
Μια τρομερή κατάρα ενός ηλικιωμένου κόμη όμως, θα πλέξει τα καμώματα του Δούκα, το μίσος του Ριγκολέτο γι'αυτόν και την αγάπη της κόρης του γελωτοποιού, της Τζίλντα, για τον νέο που δε γνωρίζει ότι είναι ο Δούκας...
Αφιερωμένο στον πατέρα μου...
ΡΟΜΑΝΤΙΚO ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΕΠΟΧΗΣ.
... Την κρατούσε από το χέρι και βγήκαν μαζί από την πίσω πόρτα του θερμοκηπίου...
Ο Αλεξάντερ είχε παγώσει στην θέση του. Είχε ένα φίδι στον κόρφο του.
Ένας βασιλογενής γαιοκτήμονας ενδιαφερόταν για την Μαντλίν. Επιπλέον η παρηγοριά που της πρόσφερε, την ανακούφιζε. Αισθάνθηκε το στήθος του να θρυμματίζεται. Αυτός ο άνθρωπος ήταν επικίνδυνος για τη συμφωνία του και για τον γάμο του. Τι θα συνέβαινε κατά την απουσία του; Όλα φαίνονταν να κλονίζονται και η οικονομική καταστροφή έσκαβε ήδη τον λάκκο του.
Περπατούσε με μεγάλους δρασκελισμούς προς το μπροστινό μέρος του θερμοκηπίου. Τα κοφτερά λόγια του άντρα και η εικόνα των δυο αγκαλιά επαναλαμβάνονταν στο μυαλό του και έχτιζαν με ευκολία την οργή μέσα του. Πίεσε δυνατά τα σαγόνια του και οι μύες του προσώπου και του λαιμού του τεντώθηκαν. Τα χέρια του έγιναν γροθιές και η μία έσκασε σε έναν ξύλινο πάγκο πλάι του.
ΟΛΑ πήγαιναν ενάντιά του. ΌΛΑ. Τίποτα δεν ερχόταν εύκολα. Τίποτα δεν του χαριζόταν.
ΑΝ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΒΑΛΩ ΣΕ ΜΙΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΣΕΙΡΑ ΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΟΥ, ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΩΤΗ.