Όταν ξύπνησε, βρισκόταν πεσμένη στο πάτωμα. Χρειάστηκε λίγη ώρα μέχρι να συνέλθει και να ανοίξει τα μάτια της. Σηκώθηκε απότομα όρθια και κοίταξε γύρω της. Βρισκόταν στη μέση ενός κυκλικού δωματίου, περικυκλωμένη από καθρέφτες. Έκανε αρκετές γρήγορες στροφές γύρω από τον εαυτό της μέχρι να συνειδητοποιήσει τι έβλεπε. Δεν υπήρχε καμία έξοδος διαφυγής. Αφού πέρασε το πρώτο σοκ, πλησίασε προς τον καθρέφτη που βρισκόταν απέναντί της και κοίταξε το είδωλό της. Φορούσε ένα λευκό μακρύ φόρεμα, κουρελιασμένο στις άκρες. Άγγιξε το πρόσωπό της με τις άκρες των δαχτύλων της, κι απομάκρυνε τα μακριά, μαύρα μαλλιά της. Τα μάτια της ήταν μουτζουρωμένα από τη σκούρα σκιά που δε θυμόταν να φοράει. Τα χείλη της ήταν κατακκόκινα. Τα άγγιξε κι αυτά και τα χέρια της κοκκίνισαν.