«Ω Θεέ μου», αναφωνώ μόλις η μορφή του περνάει την είσοδο. «Είσαι ζωντανός!».
Η φωνή μου σπάει στο τέλος, αλλά τα πόδια μου καταφέρνουν να συρθούν μέχρι εκείνον. Τυλίγω τα αδύναμα μπράτσα μου γύρω από τον ταλαιπωρημένο κορμό του και τον σφίγγω όσο μπορώ, ώστε να βεβαιωθώ ότι πράγματι στέκεται μπροστά μου.
«Εγώ έφταιγα, συγγνώμη», ψελλίζω με το πρόσωπό μου χωμένο στο στήθος του.
Τα δάχτυλά του διατρέχουν την πλάτη μου και φτάνουν μέχρι το πηγούνι μου σηκώνοντάς το. Τα μάτια μου βυθίζονται στα δικά του και σύντομα τα χείλη μας ενώνονται σε ένα μακροσκελές φιλί. Σταματάμε για να πάρουμε μια ανάσα και τρίβω με τον αντίχειρά μου το μάγουλό του.
«Δεν μπορώ να σε χάσω», λέω λέξεις που δεν είχα τολμήσει πιο πριν, επειδή ήταν αυτός που ήταν.
«Σ'αγαπάω», ψιθυρίζει με εύθραυστη φωνή και σκύβει ξανά για να με φιλήσει.
" ΕΊΠΑ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ ΓΑΜΩΤΟ! ΓΙΑΤΊ ΔΕΝ ΤΟ ΕΚΑΝΕΣ ΤΟ ΣΤΑΝΙΟ ΜΟΥ ΜΈΣΑ;ΓΙΑΤΊ ΜΕΝΕΙΣ;" φώναξε μέσα στο πρόσωπο μου και έκλεισα τα μάτια μου.
Δεν θα φύγω.
Δεν θα φύγω αν δεν εξαφανίσω τους δαίμονες που τον περιτριγυριζουν.
"Εγ...εγ" ένας λυγμός ξέφυγε από το στόμα μου.
Συγκρατησου.
Μην κλάψεις.
"ΕΣΥ;ΕΣΥ ΤΙ;" με ρώτησε καθώς έξυσε νευρικά το κεφάλι του. Οι φλέβες στο κούτελο του πεταγονταν.
Με τρομάζει όταν είναι θυμωμενος.
Με τρομάζει πολύ.
"ΕΓΏ ΕΊΜΑΙ ΕΡΩΤΕΥΜΈΝΗ ΜΑΖΊ ΣΟΥ" ούρλιαξα. Εκείνος γούρλωσε τα μάτια του και γύρισε να με κοιτάξει.
Τα κατάφερες Αλεξ.
Κατάφερες να γίνει ότι μου είχες πει εκείνη την νύχτα.