"Τι στο καλό τρέχει με εσένα μου λές;!" φώναξε. Το χαμόγελο από τα χείλη του σβήστηκε όταν τα πρώτα δάκρυα άρχισαν να μουσκεύουν τα μάγουλά μου. Τώρα το μόνο που μπορούσα να διακρίνω στο πρόσωπο του ήταν θυμός κα εγώ έκλαιγα πλέον με λυγμούς. "Γιατί δεν με εμπιστεύεσαι;!" συνέχισε να φωνάζει. Η σιωπή μου τον εξαγρίωνε όλο και περισσότερο. Περίμενε μια απάντηση και εγώ δεν ήμουν ικανή να του την δώσω. Όχι γιατί δεν μπορούσα ή γιατί δεν ήθελα.. Αλλά γιατί φοβόμουν.