« Πες με κυνικό, πες με μαλάκα, πες με ότι στον πούτσο θες, αλλά δεν βρίσκω νόημα στο να πίνω σαν τον μπεκρή ακούγοντας Παντελίδη στις τρεις το ξημέρωμα.» Αυτά θυμάμαι είπα την τελευταία φορά που είδα τον Κώστα να κλαίει πάνω από το τρίτο μπουκάλι βότκα της βραδιάς για την γκόμενα που τον παράτησε. Ένιωθα σίγουρος για αυτά που είπα, ήμουν βέβαιος ότι ποτέ κανείς δε θα μου άλλαζε γνώμη.
Μέχρι που γνώρισα εκείνη.
Στην όψη δεν ήταν κάτι το εξωπραγματικό, μια μετρίου αναστήματος κοπέλα με μακριά κάστανα μαλλιά και μάτια στο χρώμα του μελιού. Η κοπέλα της διπλανής πόρτας.
Αυτό που την ξεχώριζε ήταν άλλο. Ήταν έξυπνη, ίσως παραπάνω από ότι έπρεπε...
Ήταν απ' αυτές που ότι θέλουν το κερδίζουν.
Αυτές είν' οι χειρότερες...
Αυτό το κομμάτι του χαρακτήρα της, ήταν αυτό που με γοήτευε περισσότερο. Λάτρευα να την ακούω να μιλάει. Όχι γιατί είχε κάτι ουσιαστικό να πει αλλά επειδή λάτρευα τον τρόπο που εκφραζόταν.
Ακτινοβολούσε από χιλιόμετρα. Μέχρι και οι θεοί θα μαγευόντουσαν απ' εκείνη. Ίσως και να την έκλεβαν αν την έβλεπαν τότε.