Κάθισα στην καρέκλα και έκρυψα τα πόδια μου κάτω από το τραπέζι. Έβγαλα τα παπούτσια μου και για μια στιγμή ένιωσα τεράστια ανακούφιση. Ένιωθα τόσο κουρασμένη, και τα πόδια μου, πονούσαν τόσο πολύ που πια ούτε τα αισθανόμουν. Αλλά δεν ήθελα να το δείξω. Έπρεπε να δείχνω λαμπερή και ξεκο ύραστη, είχα σοβαρό λόγο, δύο λόγους για τη ακρίβεια. Δυο απαγορευμένους, παθιασμένους, γοητευτικούς άντρες που χόρευαν λίγο πιο δίπλα από εμένα και κοιτούσαν ο ένας τον άλλο σαν αρπακτικά... εγώ ήμουν η λεία τους και ο λόγος που η φιλία τους είχε τελειώσει... και ας μην το ήξεραν ακόμη...και ας μην το ήθελα και εγώ...